Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Πολιτιστικό Κέντρο "ΧΩΡΑ ΜΑ" στην Στερνατία



Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και συνεχίζει η ίδρυση του πολιτιστικού συλλόγου ΧΩΡΑ-ΜΑ (ΧΩΡΑ ΜΑΣ)
Το 1975 μια ομάδα νέων ανθρώπων από τον ελληνόφωνο χωριό Στερνατία (Sternatia)  της Νότιας Ιταλίας στην περιοχή του Σαλέντο (Salento) ή Σαλεντινή Ελλάδα (Grecia Salentina) όπως συνηθίζεται να λέγεται, συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην με την πρόθεση της ίδρυσης ενός Κέντρου Μελέτης αφιερωμένο στη διατήρηση της ιστορικής κληρονομιάς της Griko (γκρίκο), της γλώσσας που ομιλείται από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στο Σαλέντο αλλά και ευρύτερα στη γη του Ότραντο (Terra d'Otranto).
 Στις 24 Οκτωβρίου 1987, μετά από μεγάλες θυσίες, των μελών που με προσωπική εργασία  και συχνές συναντήσεις του τότε προέδρου καθ. Carmine Greco και χάρη στη γενναιοδωρία και την ευαισθησία του καθ. Giuseppe Specchia το Κέντρο Μελέτης απέκτησε ένα χώρο στο Palazzo Marchesale Granafei. Μέχρι τότε μεγάλες διοργανώσεις είχαν πραγματοποιηθεί με την βοήθεια του  Πρύτανη του Πανεπιστημίου του Lecce, καθ. Donato Valli και του Mario D' Elia Καθηγητή Γλωσσολογίας και Διαλεκτολογίας στο ίδιο Πανεπιστήμιο, όπως στις 24 και 25 Απριλίου 1982, το Κέντρο Μελέτης ΧΩΡΑ ΜΑ, οργάνωσε το "1ο  Συνέδριο γκρεκάνικων (grecanici) Σπουδών" με την πρόθεση να υπάρξει μια σαφής εικόνα των προβλημάτων του Griko στην Σαλεντινή Ελλάδα. Ακόμα σε ειδική εκδήλωση παρουσιάστηκε το εντυπωσιακό σε όγκο έργο του αείμνηστου καθηγητή Paolo Stomeo διακεκριμένου μελετητή της γκρεκάνικης γλώσσας και των παραδόσεων της με τίτλο "Racconti Greci Inediti di Sternatìa" «Ανέκδοτες Ιστορίες των Ελλήνων της Στερνατία»
Στη συνέχεια με τις άοκνες προσπάθειες του νέου προέδρου του συλλόγου, κ. Donato Indino, αλλά και των μελών του κέντρου «ΧΩΡΑ ΜΑ» και με την συμμετοχή επιφανών επιστημόνων από διάφορα ιταλικά και ξένα πανεπιστήμια, με άφθονα στοιχεία στον τοπικό τύπο,  πραγματοποιήθηκαν  συναντήσεις,  σεμινάρια και συνέδρια , εκθέσεις ζωγραφικής με σημαντικούς καλλιτέχνες από το Salento,  μουσικές συναυλίες και διαγωνισμοί ζωγραφικής και ποίησης της νεολαίας με τη συμμετοχή των παιδιών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Το 1989  το κέντρο ΧΩΡΑ ΜΑ πραγματοποίησε σειρά των συνεδρίων στο Palazzo Granafei με σημαντικότερο το συνέδριο με θέμα  που σχετίζετε με τον πολιτισμό των Μεσσαπίων (Messapi). Ομιλητές στο συνέδριο ήταν σειρά οι καθηγητές του Τμήματος Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Πανεπιστημίου του Lecce, καθηγητές Francesco D'Andria, Cosimo Pagliara, Mario Lombardo.
Στη συνέχεια υπήρξε συχνή επαφή με τα Ελληνικούς πολιτιστικούς συλλόγους και ερευνητικά κέντρα, όπως η «Απολλώνεια Ακαδημία πολιτιστικών ερευνών (όπου είχα την τιμή να ήμουν μέλος του Δ.Σ. κατά την συγκεκριμένη περίοδο) και τα  Κέντρα "K.E.ME" και "Magna Grecia".
Το 1992 το ΧΩΡΑ ΜΑ δημιούργησε νέες επαφές και συνεργασίες με ελληνικά ιδρύματα και πανεπιστήμια, από την Αθήνα,  τα  Ιωάννινα,  το Ρέθυμνο,  την Κομοτηνή κ.α με στόχο την αναγνώριση και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιά της Grecia Salentina, (Ελλάδα του Σαλέντο)  και ολόκληρης της γής του Ότραντο (Terra d'Otranto).
Σημαντική παρουσία στην λειτουργία του κέντρου μελέτης «ΧΩΡΑ ΜΑ» αλλά και στην διατήρηση και προστασία της γλώσσας του Σαλέντο την “Griko” είναι ο  Giorgio Vincenzo Filieri, Καθηγητής της Griko, συνεργάτης του “Istituto di Culture Mediterranee” (Prov. di Lecce) για το Πρόγραμμα «Pos matome Griko»

Ιστορία του Σαλέντο (Salento) και της Απουλίας (Puglia)



Γνήσια τέκνα του Οδυσσέα, οι Έλληνες επιδόθηκαν από αρχαιοτάτων χρόνων σε συνεχείς μετακινήσεις.
Η οικονομική δυσπραγία («Ελλάδι πενίη αείποτε σύντροφος εστί», σύμφωνα με τον Ηρόδοτο), οι εμφύλιοι πόλεμοι και πολιτικές μεταβολές στις μητροπόλεις ώθησαν τους Έλληνες στη δημιουργία αποικιών από τα τέλη κιόλας της 2ης χιλιετίας π.Χ.
Ο Μύθος και η πραγματικότητα μαζί δημιούργησαν την ιστορία της παρουσίας των ελλήνων στο νότιο κομμάτι της Ιταλίας της γνωστής και ως Μεγάλης Ελλάδας (Magna Grecia).
Από επιγραφές φέρεται ότι πρώτοι κάτοικοι ήταν οι Ιλλυριοί ένας λαός  βοσκών και αγροτών, καθώς και εξαιρετικοί εκτροφείς αλόγων.
Το όνομα ΙΑΠΥΓΕΣ τους δόθηκε από Έλληνες συγγραφείς, οι οποίοι ανέφεραν την προέλευση αυτού του λαού από τον Ιάπυγα.
Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, ο Ιάπυξ ήταν γιος του Τρωαδίτη Λυκάονα (οπότε ήταν αδελφός του Πανδάρου) ή αδελφός του Δαύνου και του Πευκητίου.
Αλλού πάλι αναφέρεται ως γιος του Δαιδάλου και κάποιας ανώνυμης Κρητικιάς.  (Ο Ιάπυξ περιλαμβάνεται στους Αινειάδες ως θεραπευτής).
 Όταν ο Ιάπυγας διέσχισε την Αδριατική Θάλασσα και βρέθηκε στην Puglia συγχωνεύτηκε με τον ντόπιο πληθυσμό που στη συνέχεια χωρίστηκαν σε τρεις διαφορετικές εθνικές ομάδες, τους ΔΑΝΑΟΥΣ τους ΠΕΥΚΙΟΥΣ και τους ΜΕΣΣΑΠΙΟΥΣ.  (Dauni , Peuceziι Messapi) :

Οι Δαυνίοι ή Απουλίοι  που εγκαταστάθηκαν στο βόρειο κομμάτι στην επαρχία  της Φότζια (Foggia) .
 Οι Πευκετίοι  που εγκαταστάθηκαν στη γή του Μπάρι
 Οι ΜΕΣΑΠΙΟΙ ή ΣΑΛΕΝΤΙΝΙΟΙ που εγκαταστάθηκαν στο νοτιότερο τμήμα της Απουλίας (Puglia), το σημερινό Σαλέντο (Salento).

Η πρώτη πόλη ιδρύθηκε από ΜΕΣΣΑΠΙΟΥΣ  ήταν η Ωριάς , που βρίσκεται έξω από το ΠΡΙΝΤΕΖΙ και λέγεται Ώρια.
Για την παρουσία των ΙΑΠΥΓΩΝ υπάρχει και άλλη εκδοχή – μύθος  που εμπεριέχει και τον ΗΔΟΜΕΝΕΑ (εγγονό του Μίνωα), όπως μάς λέει ό Στράβωνας.
Σε αυτή την εκδοχή ο Ιάπυξ ήταν ο αρχηγός μιας ομάδας Κρητικών που ακολούθησαν τον ΙΔΟΜΕΝΕΑ (εγγονό του Μίνωα), ο οποίος με στρατό και πλοία κατευθύνθηκε προς την Σικελία για να εκδικηθεί το θάνατο του ΜΙΝΩΑ* αλλά μια τρικυμία τους έριξε στη Νότια Ιταλία. Εκεί, στον Τάραντα, ίδρυσαν μία αποικία, την Ιαπυγία.
Μία άλλη εκδοχή αναφέρει πως ο Ιάπυξ πήγε στη Ν. Ιταλία κατευθείαν από την Κρήτη, ενώ ο αδελφός του  Ικάδιος μεταφέρθηκε από ένα δελφίνι στους πρόποδες του Παρνασσού, όπου ίδρυσε τους Δελφούς.

*Για την εκδοχή του ότι ο Ιάπυξ ακολούθησε τον Ιδομενέα προς την Σικελία προκύπτει από το παρακάτω ιστορικό γεγονός.
Στο παλάτι του Μίνωα είχε βρει άσυλο ως γνωστόν και ο Αθηναίος εφευρέτης Δαίδαλος μετά την εξορία του από την Αθήνα.
 Ό Μίνωας αξιοποίησε το ταλέντο του Δαίδαλου, και ιδιαίτερα τις αρχιτεκτονικές του γνώσεις. Ένα από τα έργα του ήταν και ο περίφημος λαβύρινθος, όπου τοποθετήθηκε ο Μινώταυρος.
Σύντομα όμως ο εφευρέτης έπεσε στη δυσμένεια του Μίνωα. Αιτία ήταν η βοήθεια που προσέφερε στην Αριάδνη δίνοντας της το μίτο για να βοηθήσει το Θησέα. Κατ' άλλους η βοήθεια που προσέφερε στην Πασιφάη προκειμένου να συνευρεθεί με τον ταύρο.
Το αποτέλεσμα πάντως ήταν ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος να φυλακιστούν στο λαβύρινθο. Από εκεί κατόρθωσαν να δραπετεύσουν με τη χρήση φτερών, ο Ίκαρος όμως βρήκε τραγικό τέλος.
Μετά τη δραπέτευση του Δαίδαλου ο Μίνωας τον αναζήτησε προκειμένου να μην αποκτήσει άλλος τα μοναδικά έργα, που του είχε κατασκευάσει στην Κρήτη. Διέδιδε ότι αναζητούσε ένα τεχνίτη, ο οποίος να μπορεί να περάσει μία κλωστή μέσα από ένα όστρακο που είχε σχήμα κοχλία. Προσδοκούσε ότι μόνο ο Δαίδαλος μπορούσε να το κατορθώσει. Τελικά τον εντόπισε στη Σικελία, όπου είχε καταφύγει στην αυλή του βασιλιά της Καμικού, Κόκαλου. Ο Κόκαλος έδωσε το όστρακο στο Δαίδαλο, ο οποίος κατάφερε να περάσει την κλωστή σε αυτό αφού έδεσε στην άκρη της ένα μυρμήγκι ή μία μέλισσα.
Μόλις είδε την κλωστή περασμένη, ο Μίνωας ζήτησε από τον Κόκαλο να του παραδώσει το Δαίδαλο, γιατί μόνο αυτός θα μπορούσε να το επιτύχει.
Ο Κόκαλος προσποιήθηκε ότι θα ενδώσει στο αίτημα του, όμως του ζήτησε πρώτα να συμμετάσχει σε ένα συμπόσιο που θα διοργάνωνε.
Πριν το συμπόσιο ο Μίνωας θα έπρεπε να λουστεί. Οι κόρες του Κόκαλου του έριξαν καυτό νερό με αποτέλεσμα ο Μίνωας να βρει φρικτό θάνατο.
Έτσι λοιπόν προκύπτει η ανωτέρω εκδοχή.
Κατά την περίοδο μεταξύ του όγδοου και του έκτου αιώνα π.Χ., την εποχή του ελληνικού αποικισμού της Μεσογείου , οι ΙΑΠΥΓΕΣ αντιστέκονταν επίμονα στον ανώτερο πολιτισμό της Ελλάδας Μην ξεχνάμε πόσο ηχηρή σε όλο τον ελληνικό κόσμο ήταν η μάχη των ΙΑΠΥΓΩΝ και ΜΕΣΑΠΙΩΝ το 473 π.χ. όπως αναφέρεται από τον Ηρόδοτο   κατά της βασιλείας των ΤΑΡΑΝΤΙΝΩΝ όπου αργότερα, με την αδιάκοπη ανάπτυξη του Τάραντα (και με τη συμμαχία των ΔΑΥΝΙΩΝ και των ΠΕΥΚΕΤΙΩΝ  οδήγησε στην ήττα των ΜΕΣΣΑΠΙΩΝ.
Από τον 4ο αιώνα π.Χ. η Απουλία καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους
Το κομμάτι αυτό της Ιταλίας, πού λεγόταν και "Ελλάδα του Οτράντο", στο τακούνι της Ιταλικής μπότας, το 250 π.Χ. γραφόταν στο χάρτη το Ρωμαϊκό με τ' όνομα «Καλάμπρια». Ή σημερινή Καλάμπρια λεγόταν Βρουττία.
Αργότερα αποτέλεσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ο πόλεμος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας με τους Οστρογότθους τον 6ο μ.Χ αιώνα και η κήρυξη της Εικονομαχίας τον 7ο μ.Χ. αιώνα από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ' τον Ίσαυρο που στο Βυζάντιο φούντωσε η θύελλα της εικονομαχίας και ξεκί­νησαν απανωτές, άγριες διώξεις, με πρωτοστάτη το στρατηγό Μιχαήλ Λαχανοδράκοντα, εναντίον των μοναχών, των προσηλωμένων στις ει­κόνες, το 727 μ.Χ. έφερε από την Συρία και την Καππαδοκία τους ορθόδοξους ΒΑΣΙΛΙΑΝΟΥΣ ΜΟΝΑΧΟΥΣ  «από το όνομα του Αγίου Βασιλείου, ο οποίος έζησε στην Καισα­ρεία της Καππαδοκίας,»  κατά δεκάδες χιλιάδες (ο μεγάλος ιστορικός Βασίλιεφ ανεβάζει σε 50.000 τους μοναχούς τούτους που πήραν αναγκαστικά το δρόμο της ξενιτιάς), βρήκαν τότε σίγουρη καταφυγή στις βυζαντινές επαρχίες της Ιταλίας.
Μάλιστα, κατά τους 10° και 11ο  αιώνες, οι βασιλιάνοι μοναχοί, με αθρόες μετακινήσεις τους από τη Σικελία και Καλαβρία προς τη νότια Απουλία (Puglia), παρουσίασαν μια τεράστια πληθυσμιακή αύξηση.
Την παρουσία τους θα την δούμε και στη ΜΑΤΕΡΑ όπου σε υπόσκαφες πολιτείες, αντέγραφαν τον τρόπο ζωής τους από την Καππαδοκία και τη Συρία.
Στα μέσα του 16ου αιώνα βάσταξαν κατόπιν σιγά-σιγά παραδόθηκαν στους παπικούς.
Το 1041 κατακτήθηκε από τους Νορμανδούς όπου ο Τάρας εγκαθίδρυσε την έδρα του Οίκου των Αντζού δεν στάθηκε εμπόδιο στην πνευματική ανάπτυξη του ελληνισμού της Κάτω Ιταλίας. Η ελληνική παιδεία μετατράπηκε με αυτό τον τρόπο σε γέφυρα μεταλαμπαδεύοντας τα ελληνικά γράμματα στη Δυτική Ευρώπη.
Τη χορεία των κατακτητών ακολούθησαν οι Τούρκοι που απέκτησαν τον έλεγχο του Οτράντο το 1480 και οι Ισπανοί που κατέλαβαν την Απουλία το 1529.
Η περίοδος της ισπανικής κυριαρχίας στάθηκε καθοριστική, διότι κληροδότησε το στυλ μπαρόκ στο Σαλέντο και ειδικότερα την επαρχία του Λέτσε.
 Το 1700 περνά στον έλεγχο της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και λίγο αργότερα, το 1738, ο οίκος των Βουρβώνων αποκαθίσταται στην περιοχή.
Η ξένη κατοχή τερματίζεται το 1860 με την ένωση της Ιταλίας και τη δημιουργία εθνικού κράτους.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

ΛΕΤΣΕ (Lecce)

 Το Λέτσε είναι η πρωτεύουσα της περιοχής του Σαλέντο. Γενέτειρα του ζωγράφου, Antonio Verrio (1639 - 1707).
Είναι μια από τις ομορφότερες πόλεις της Ιταλίας και έχει συμπεριληφθεί (η μόνη πόλη της Ιταλίας), στον κατάλογο των "Best in Travel 2010" από το Lonely Planet μια πόλη που έπρεπε να επισκεφθούν το 2010, μαζί με άλλες εννέα για την ομορφιά των μνημείων της και του ιστορικού μπαρόκ κέντρου της.
   Έχει ονομαστεί «Αθήνα της Απουλίας» για την κλίση των κατοίκων της προς τις τέχνες, καθώς και «Φλωρεντία του Μπαρόκ», λόγω της αρχιτεκτονικής του 17ου και 18ου αιώνα και των περίτεχνων μνημείων της που οικοδομήθηκαν ή διακοσμήθηκαν την εποχή της ακμής του συγκεκριμένου ρυθμού.
    Το έμβλημα του Lecce απεικονίζει ένα δέντρο Βελανιδιά και ένα λύκο.
Το δέντρο είναι να εκπροσωπεί τα δάση με βελανιδιές στην γή του Ότραντο μέχρι το 1700. Ενώ ο λύκος είναι η σύνδεση με το ρωμαϊκό πολιτισμό. 
     Το ιστορικό κέντρο της περικλείεται από τείχη με 3 εισόδους (πόρτες)

      Την Porta Napoli, την Porta Rudia και την Porta San Biagio.
Παλαιότερα υπήρχαν περισσότερες είσοδοι – πόρτες.
   Η μεσσαπική πόλη του Λέτσε εξελληνίστηκε και γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθηση της κατά την Αυτοκρατορική Ρωμαϊκή εποχή, όταν το λιμάνι της (σημερινό San Cadaldo), που είχε ιδρυθεί από τον Αδριανό, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της Αδριατικής.
Η πόλη λεηλατήθηκε το 549, από τον βασιλιά των Οστρογότθων Τωτίλα αλλά γνώρισε νέα περίοδο ακμής κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Βυζαντινών.
   Κατά την περίοδο των Νορμανδών πήρε τα πρωτεία από το γειτονικό λιμάνι του Υδρούντα σημερινό Ότραντο (Otranto), που ήταν η ευνοούμενη από τούς Βυζαντινούς πόλη της περιοχής.
Το Λέτσε ευνοήθηκε από τους Νορμανδούς, αλλά και απ’ όλους σχεδόν τους μετέπειτα κυρίαρχους, και γλύτωσε από τις θηριωδίες των Τούρκων πειρατών χάρις στις ισχυρές οχυρώσεις που είχαν κατασκευαστεί με εντολή του Ισπανού βασιλιά Κάρολου Ε'.

Εάν επισκεφθείτε το ιστορικό κέντρο του Λέτσε από την πόρτα Ρούντιε ( Porta Rudie)
Το όνομα της το παίρνει από την αρχαία πόλη της οποίας τα λιγοστά ερείπια βρίσκονται 3 χλμ. νοτιοδυτικά από τη σύγχρονη πόλη.
Ο πρώτος ναός που θα συναντήσετε στα δεξιά σας, στην οδό Giuseppe Libertini που ξεκινά από την Πόρτα, είναι η Εκκλησία του Ροζάριου (Chiesa di Rosario 1691), τελευταίο έργο ενός από τους επιφανέστερους αρχιτέκτονες που δούλεψαν στο Λέτσε, του Giuseppe Zimpalo. Η εκκλησία έχει σχήμα εγγεγραμμένου σταυρού με τρούλο και εντυπωσιακή διακόσμη­ση στην πρόσοψη.
Συνεχίζοντας προς την κεντρική πλατεία (ανατολικά) θα περάσετε από τις εκκλησίες της Σάντα Αννα και Σάντα Τερέζα.

Εάν επισκεφθείτε το ιστορικό κέντρο του Λέτσε από την πόρτα Νάπολη (Porta Napoli)
Αρχικά πριν από την είσοδο στο κέντρο της λεωφόρου των σπουδαστών (εδώ βρίσκονται τα πανεπιστήμια της Πόλης) παρατηρούμε τον Οβελίσκο (obelisco), που κατασκευάστηκε το 1822 πάνω σε σχέδιο του Luigi Cipolla, από τον Σαλεντίνο γλύπτη Vito Carluccio προς τιμή του Φερδινάνδου των Βουρβόνων.
Ο οβελίσκος είναι διακοσμημένος και στις τέσσερις προσόψεις του, μεταξύ των οποίων χαμηλά παρατηρούμε ένα δελφίνι που δαγκώνει έναν τούρκο. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να θυμίζει την αντίσταση των κατοίκων της Γής του Ότραντο κατά των Τούρκων.
Λέγεται ότι συνέβη ένα περίεργο επεισόδιο. Ότι αρχικά τον Οβελίσκο ο γλύπτης τον χρωμάτισε στο χρώμα του μαύρου για να δείχνει μαρμάρινος,  αλλά η πρώτη βροχή εξαφάνισε κάθε ίχνος του χρώματος.
Συνεχίζοντας αντικρίζουμε την πόρτα Νάπολη. Ονομάστηκε έτσι επειδή ο δρόμος που θεωρητικά παίρνετε κατά μήκος του τόξου οδηγεί στη Νάπολη.
Είναι χαρακτηριστική αρχιτεκτονική μπαρόκ και έχει κατασκευαστεί από την τοπική πέτρα Λετζέζε.
Είναι μια αψίδα θριάμβου που κτίστηκε προς τιμή του Ισπανού βασιλιά του Κάρολου Ε΄ το 1548 γι’ αυτό επάνω στο κέντρο έχει το αυτοκρατορικό οικόσημο των Αψβούργων του Καρόλου.
Τα όπλα και οι πανοπλίες και η επιγραφή φτιάχτηκαν για να υμνήσουν τον βασιλιά Κάρολο Ε΄  για την στρατιωτική βοήθεια που παρείχε στην περιοχή κατά των Τούρκων εισβολέων. 
Ένας μύθος λέει ότι τα λείψανα του San Giusto προστάτη της πόλης (μαζί με τους Αγίους  Ορόντζο και Φορτουνάτο) βρίσκονται κάτω από αυτή τη πόρτα για την προστασία της.
Η αποκατάσταση του μνημείου ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2009.

 







Μνημεία του Ιστορικού κέντρου του Λέτσε.

ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ (Duomo)
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΙΣΟΔΟΣ, είναι διακοσμημένη με τα αγάλματα, των Αγίων Πέτρου και Παύλου, και των επισκόπων Αγίου Τζενάρο και Αγίου Λουδοβίκου.
ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ (Duomo) ένα από τα πιο όμορφα κτίρια στην Ιταλία, αρχικά χτίστηκε το 1144, στη συνέχεια το 1230 και μετά από ενέργειες  του επισκόπου του Λέτσε Luigi Pappacoda, ο καθεδρικός ναός ανακαινίστηκε πλήρως μεταξύ των ετών 1659 - 1670 με μπαρόκ προσθήκες από τον Giuseppe Zimbalo .
Ο Ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη,
Στην πύλη επάνω βρίσκεται το άγαλμα του Αγίου Οράτιου (San oronzo) ενώ κάτω από δύο κόγχες τα αγάλματα των αγίων San Giusto και San Fortunato προστάτες του Λέτσε.
Στο όμορφο εσωτερικό του περιέχει πάνω από 12 παρεκκλήσια του 17ου αιώνα.
Στα δεξιά από την αγία τράπεζα υπάρχει τοιχογραφία με τη μορφή του πολιούχου Σαντ΄Οροντσο, έργο του γνωστότερου ζωγράφου της περιόδου του Μπαρόκ στο Λέτσε Τζοβάνι-Αντρέα Κόπολα. Ο καθεδρικός ναός έχει μια κρύπτη του 12ου αιώνα.
ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ (Palazzo Vescovile) με το χαρακτηριστικό περιστύλιο της εισόδου του, χτίστηκε το 1420-1438, ανοικοδομήθηκε το 1632 και επισκευάστηκε τον 18ο αιώνα.
ΙΕΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ (Seminario) στην δεξιά πλευρά του Duomo, χτίστηκε μεταξύ 1694 και 1710 σε σχέδια του Giuseppe Cino.

ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ (72 μέτρα) χωρίζεται σε 5 ορόφους, χτίστηκε μεταξύ 1661 και 1682 από τον Giuseppe Zimpalo, πιστεύεται ότι είναι το 17ο ψηλότερο καμπαναριό στην Ευρώπη. Από την κορυφή του μπορείτε να δείτε την Αδριατική θάλασσα και, ιδιαίτερα όταν έχει καθαρή ατμόσφαιρα ακόμα και τα βουνά της Αλβανίας


ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Η εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Ειρήνη που ήταν πολιούχος και προστάτιδα της πόλης μέχρι το 1656. Μετά προστάτης είναι ο Άγιος Οράτιος (Sαντ Ορόντζο).
Χτίστηκε το 1591 και σχεδιάστηκε από τον Francesco Grimaldi.
Στη μέση παρατηρούμε το έμβλημα της πόλης (βελανιδιά & λύκος) και πιο ψηλά είναι μια ελληνική επιγραφή αφιερωμένη στην Αγία Ειρήνη "Ειρήνη παρθένες et μάρτυρες."
Η εκκλησία μπορεί να ονομαστεί μια πραγματική γκαλερί τέχνης, γιατί στεγάζει πολλά ανεκτίμητα έργα ζωγραφικής.

ΡΩΜΑΪΚΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ
Το 1938 κατά τη διάρκεια της κατασκευής του κτιρίου της Τράπεζας της Ιταλίας ανακαλύφθηκε το μοναδικό στην Απουλία ρωμαϊκό θέατρο.
Την περίοδο του φασισμού στο πλαίσιο της προσπάθειας του Μουσολίνι να συνδέσει τον εαυτό του με την μεγαλοσύνη της Αρχαίας Ρώμης εδόθη εντολή αμέσως να αρχίσουν οι ανασκαφές που διήρκεσαν μέχρι το 1940 από τον αρχαιολόγο του Σαλέντο (Salento), Cosimo De Giorgi
Προς το παρόν βλέπουμε μόνο το ένα τρίτο του συνόλου,  διότι το υπόλοιπο εξακολουθεί να είναι κρυμμένο κάτω από την πλατεία Sant'Oronzo.
Το σωζόμενο τμήμα του χωρητικότητας 25.000 θεατών ρωμαϊκού αμφιθεάτρου του 1ου αιώνα π.Χ. επί Τραϊανού από το οποίο σώζονται 12 πλήρεις σειρές καθισμάτων. Παρατηρούμε ότι η χαμηλότερες σειρές των καθισμάτων, είναι εν μέρει λαξευμένες στο βράχο.

ΚΙΟΝΑΣ του Αγίου Οράτιου (Σαντ΄Ορόντζο)
Ο κίονας ύψους 29 μέτρων (Δώρο από το Μπρίντιζι) που χρησίμευε κάποτε για να σηματοδοτεί το τέλος της Αππίας Οδού.
Στην κορυφή του είναι το χάλκινο άγαλμα του πρώτου επισκόπου της πόλης και πολιούχου Άγιου Οράτιου (Σαντ΄Οροντσο), που κοιτάει προς τα κάτω τους κατοίκους του Λέτσε, που φέρεται να τους έχει σώσει από την πανούκλα που ξέσπασε στην πόλη το 1656 σκοτώνοντας χιλιάδες κατοίκους.
Ο Άγιος Ορόντσο  διορίστηκε επίσκοπος του Λέτσε από τον Απόστολο Παύλο που υπήρξε μαθητής του το 54 μ.χ. και που είχε μαρτυρικό θάνατο κατά τη διάρκεια των διώξεων του Νέρωνα το 66 ή το 68 μ.Χ. 

ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ του ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ (San Marco)
Το εκκλησάκι του Ευαγγελιστή Μάρκου (San Marco) χρονολογείται περίπου στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα και παρατηρούμε το λιοντάρι (που σύμφωνα με μία παράδοση είχε θεραπεύσει ο ίδιος). Χτίστηκε από τους Βενετούς για να χαρακτηρίσει τις σχέσεις μεταξύ των Γαληνοτάτης  και Λέτσε. Η εκκλησία είναι σήμερα το κέντρο της Εθνικής Ένωσης των στρατιωτών και των Βετεράνων.



ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ (Santa Maria delle Grazie)
Απέναντι βρίσκεται η μπαρόκ εκκλησία της Santa Maria delle Grazie, πίσω από την οποία βρίσκεται το κάστρο του 16 αιώνα.  Η εξωτερική οχύρωση του, είναι περίπου 1 χιλιόμετρο και χτίστηκε από τον Κάρολο Ε’  για να χρησιμοποιηθεί σαν στρατιωτική εγκατάσταση.

ΚΤΙΡΙΟ Sedile
είναι το μεγάλο κτίριο που χτίστηκε το 1592 και χρησιμοποιήθηκε για την εγκατάσταση και την λειτουργία του τοπικού συμβουλίου μέχρι 1852


ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ( Chiesa di Santa Croce ).
Το εντυπωσιακό ιερό μπαρόκ στολίδι του Λέτσε.
Η οικοδόμηση της άρχισε το 1353 όταν ο WALTER BRIENNE ή ΔΟΥΚΑΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ (η πόρτα του Δούκα των Αθηνών στο  Palazzo Vecchio)  είχε ιδρύσει ήδη το μοναστήρι το 14ο αιώνα, αλλά στα μέσα του 16ου αιώνα, αποφάσισε να μετατρέψει την περιοχή σε ένα μνημειακό χώρο.
Για να βρεί τότε το οικόπεδο επίταξε τον χώρο που ήταν σπίτια των Εβραίων που είχαν εκδιωχθεί από την πόλη το 1510  αλλά η κατασκευή του διακόπηκε σχεδόν αμέσως λόγω του αιφνίδιου θανάτου  του.
Το 1549 ξεκινάει πάλι η οικοδόμηση με την βοήθεια των σημαντοκότερων αρχιτεκτόνων της εποχής εκείνης του Σαλέντο Gabriele Riccardi, Giuseppe Zimbalo και Cesare Πέννα
Το έργο ολοκληρώθηκε σε ένα αιώνα το 1679.
Το 1606, ο Francesco Zimbalo αναλαμβάνει την υλοποίηση της κυρίας εισόδου με τα 2 ζεύγη κορινθιακούς κίονες και στην κορυφή το οικόσημο του Φιλίππου Γ΄ της Ισπανίας.
Τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό είναι ορατές επεμβάσεις όλων των σημαντικών αρχιτεκτόνων που εργάστηκαν στην πόλη και δημιούργησαν μια τοπική εκδοχή του Μπαρόκ (Barocco Lecesse).
Η ιδιαίτερα εντυπωσιακή πρόσοψη διακοσμείται με μικρούς διπλούς κίονες, κίονες που έχουν κιονόκρανα με μορφές ανθρώπων και ζώων, μεγάλο ρόδακα και μικρούς άτλαντες πλαισιώνεται από κόγχες με αγάλματα του San Benedetto και του San Celestino (της πίστης και της φιλανθρωπίας)και επάνω αριστερά το άγαλμα δεξιά της MΑΡΙΑ D' ΕNGHIEN και του BRIENNE ή ΔΟΥΚΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ αριστερά.
Το ίδιο εντυπωσιακό είναι και το εσωτερικό της εκκλησίας με τους περίτεχνους κίονες, τα 14 παρεκκλήσια, τα αγάλματα και τις γύψινες διακοσμήσεις.






ΜΠΑΡΙ


Η πρωτεύουσα της Απουλίας είναι η δεύτερη (μετά την Νάπολη) μεγαλύτερη πόλη της νότιας Ιταλίας (350.000 κάτοικοι ενώ μαζί με τα προάστια φτάνει τους 700.000) και μαζί με το Μπρίντιζι, το κυριότερο λιμάνι της νότιας Αδριατικής. Επίσης είναι έδρα αρκετών πανεπιστημιακών σχολών στις οποίες μεταξύ των ετών 1970 - 2005 φοιτούσε μεγάλος αριθμός Ελλήνων φοιτητών.
Επίσης, ήταν σημείο εκπομπής προπαγανδιστικού φασιστικού ραδιοφωνικού σταθμού που εξέπεμπε στις αρχές του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου προς την Ελλάδα.

Η ιστορία της πόλης αρχίζει το 1500 Π.Χ. περίπου, όταν Ιάπυγες, ιλλυρικής καταγωγής, εγκαθίστανται εδώ και αναπτύσσουν εμπορικές σχέσεις με Μυκηναίους και Μινωΐτες.

Η πρώτη περίοδος άνθησης της πόλης ήρθε μετά την κατάκτηση της από τους Ρωμαίους, τον 3ο αιώνα π.Χ., όταν το λιμάνι της πόλης αξιοποιήθηκε για τα ταξίδια και τις εκστρατείες στην Ανατολή.

Μετά την κατάκτηση του από τους Λομβαρ­δούς, το Μπάρι πέρα­σε για μικρό Διάστημα στα χέρια των Αράβων και, από το 875, των Βυζαντινών.

Μετά από τριετή αποκλεισμό του λιμανιού της, η τελευταία βυζαντινή πόλη στην Κάτω Ιταλία παραδόθηκε το 1071 στον Νορμανδό Ροβέρτο Γυισκάρδο, ο οποίος έθεσε έτσι τέρμα στη Βυζαντινή παρουσία στην Ιταλία.
Οι Σταυροφόροι, που επιβιβάζονταν στο λιμάνι της πόλης για τους Αγίους Τόπους, και οι χιλιάδες χριστιανοί από τη δυτική Ευρώπη, την Ελλάδα και την Ανατολή που έρχονταν για να προσκυνήσουν το σκήνωμα του Αγίου Νικολάου, ήταν οι δυο βασικότεροι λόγοι της μεγάλης ανάπτυξης που γνώρισε το Μπάρι την εποχή της κυριαρχίας των Νορμανδών, τον 12ο αιώνα.
Το κάστρο καταλαμβάνει το νοτιοδυτικό άκρο της παλαιάς πόλης, απέναντι από το σύγχρονο λιμάνι. Χτίστηκε από τον Ρογήρο Β', ανοικοδομήθηκε από τον Φρειδερίκο Β' το 1233-39 και συμπληρώθηκε με ισχυρούς προμαχώνες τον καιρό της Ισαβέλλας της Αραγονίας τον 16ο αιώνα


Σύγχρονη Ιστορία της Πόλης
Η σύγχρονη ιστορία του Μπάρι αρχίζει με τη θεμελίωση της «νέας πόλης», το 1813, από τον Γάλλο στρατηγό Μυρά, ο οποίος είχε διαδεχτεί στο θρόνο της Νεάπολης τον Ιωσήφ Βοναπάρτη.

Ο Μυρά είχε προσπαθήσει να ξεσηκώσει τους κατοί­κους της νότιας Ιταλίας κατά των Βουρβόνων, οι οποίοι όμως επέστρεψαν στη Νεάπολη το 1815, όπου και παρέμειναν έως την ενσωμάτωση της νότιας Ιταλίας στο ιταλικό βασίλειο, το 1860.
Η παλαιά πόλη του Μπάρι βρίσκεται σε ακρωτήριο, μεταξύ του παλαιού και του νέου λιμανιού. Εδώ, σε δαιδαλώδη στενά σοκάκια που προφύλασσαν από τους εχθρούς και τους ισχυρούς ανέμους, βρίσκονται όλα τα μεσαιωνικά αξιοθέατα της πόλης.
Το αρχικό κτίσμα, που ξεχωρίζει εύκολα από τις προσθήκες του 16ου αιώνα, βρίσκεται στο κέντρο της συνολικής κατασκευής, που έχει σχήμα τραπεζοειδές. Σε ανακατασκευασμένες αίθουσες λειτουργεί έκθεση γύψινων εκμαγείων από γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη ρομανικών μνημείων της Απουλίας.

Ο καθεδρικός ναός της πόλης βρίσκεται νότια από τη βασιλική του Αγίου Νικολάου και ανατολικά από το κάστρο. Χτίστηκε μεταξύ του 12ου και 13ου αιώνα, στη θέση παλαιότερου βυζαντινού ναού που είχαν καταστρέψει το 1156 (όπως και το μεγαλύτερο μέρος της πόλης) οι Νορμανδοί.

Ο ναός στα βασικότερα σημεία του αντιγράφει αυτόν του Αγίου Νικολάου. Στη βόρεια αψίδα σώζονται ίχνη αγιογράφησης του 13ου-14ου αιώνα, ενώ σε ορισμένα σημεία του δαπέδου είναι ορατά ίχνη από το ψηφιδωτό του προγενέστερου βυζαντινού ναού.
Πολύ σημαντική είναι και η συλλογή της Επαρχιακής Πινακοθήκης, η οποία περιλαμβάνει έργα καλλιτεχνών που έζησαν ή εργάστηκαν στη νότια Ιταλία από τον 11ο έως τον 19ο αιώνα

Στα πιο φημισμένα έργα της συλλογής συγκαταλέγονται ο Άγιος Πέτρος, έργο του Τζοβάνι Μπελίνι για το ναό του Άγιου Δομήνικου της Νεάπολης (αιθ. 3), η Παναγία ένθρονη με αγίους του Πάολο Βερονέζε (αιθ. 6), ο Άγιος Ρόκος του Τιντορέτο (αιθ. 6) και ο Άγιος Πέτρος της Αλκαντάρα του Λούκα Τζορνιάνο (αιθ. 13). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Έλληνες έχει και η αίθουσα 5, όπου εκτίθενται έργα ζωγράφων που ήρθαν στην Απουλία από την Ανατολή μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453.


Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Στο βορειοανατολικό τμήμα της παλαιάς πόλης βρίσκεται η βασιλική του Αγίου Νι­κολάου (San Nikola), (όπου τα λείψανα του Αγίου του Μυροβλύτη, φυλάσσονται στην κρύπτη του ναού).

Ο ναός απο­τέλεσε πρότυπο για όλους τους μετέπειτα ναούς που χτίστηκαν στην Απουλία.
Πρόκειται για αριστούργημα της Ρομανικής τέ­χνης με το χαρακτηριστικό της πρόσο­ψης, τους μεγάλους και περίτεχνους ρόδακες, στο οποίο έχουν ενσωμα­τώσει, με πολύ διακριτικό τρόπο, και επιρροές από την Κλασική, τη Βυζαντινή και την Αραβική τέ­χνη.

Η τεράστια σε όγκο τρίκλιτη βασιλική άρχισε να χτίζεται το 1087 για να στεγάσει τα λείψα­να του Αγίου Νικολάου, τα οποία ναυτικοί από το Μπάρι έκλεψαν από τα Μύρα της Μι­κράς Ασίας. Κατ΄ άλλους τα έκλεψαν οι σταυροφόροι κατά την 1η σταυροφορία και σε μία άλλη εκδοχή μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, ένας παπικός ιερέας, (ο Αβάς Ηλίας) από το Μπάρι για να τα «σώσει» από τους Άραβες που κατέστρεφαν την περιοχή, μετέφερε το λείψανο του αγίου εδώ.
Τα λείψανα του Αγίου τα πούλησε αργότερα ο πάπας στους Ρώσους. Κατόπιν στο Κίεβο, οι Ρώσοι το μοίρασαν σε πολλά τεμάχια. Λείψανα του Αγίου Νικολάου, πήραν και οι Άγγλοι οι οποίοι τον θαύμαζαν για τα θαύματα, που έκανε. Ο πάπας είχε κρατήσει το δεξί του χέρι, αλλά αργότερα, το 1520, το πούλησε και αυτό στον ηγεμόνα της Βλαχίας. Σώζεται στο Βουκουρέστι, μέσα στο ναό του Αγίου Νικολάου.

Στο εσωτερικό της εκκλησίας, που χωρίζεται σε τρία κλίτη με μαρμάρινους κίονες, αξίζει να δείς τον επισκοπικό θρόνο, τη θολωτή κατασκευή πάνω από την αγία τράπεζα (κιβώριο) και στη δεξιά αψίδα το τρίπτυχο του αγιογράφου από το Ηράκλειο της Κρήτης Ανδρέα Ρίτζου (1451).

Ο Αβάς Ηλίας ήταν ο πρωτεργάτης που έσπειρε αυτήν την ιδέα. Στο έργο «Θρύλος του Κιέβου» (περίπου το 1095) αναφέρεται ότι ο Άγιος Νικόλαος παρουσιάστηκε στο όνειρο ενός αγίου ιερέα από το Μπάρι και του ζήτησε να παρακινήσει τους συμπολίτες του να πάνε στα Μύρα και να φέρουν στην πόλη τους τα λείψανά του. Οι ντόπιοι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι αυτός ο άγιος ιερέας είναι ο Ηλίας.

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

ΜΑΤΕΡΑ (Matera)



Μικρογραφία της Καππαδοκίας στη Μεσόγειο

Η Ματέρα είναι μία πόλη της Νότιας Ιταλίας που κλείνει στους τοίχους και στις σπηλιές της ολόκληρη την ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης πάνω στον πλανήτη.
Τα παλαιότερα ευρήματα σ’ αυτήν τη μικρή πόλη χρονολογούνται σχεδόν 400.000 χρόνια, από την Παλαιολιθική Εποχή, αλλά ο μεγαλύτερος πλούτος ευρημάτων ανάγεται στη Νεολιθική και μεταγενέστερα.
Από το 1993 η αρχαία πόλη προστατεύεται από την ΟΥΝΕΣΚΟ ως πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας ως εξαιρετικό δείγμα τρωγλοδυτικής εγκατάστασης στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, απόλυτα προσαρμοσμένης στο έδαφος και το οικοσύστημα, στην οποία ανακαλύφθηκαν ίχνη αντιπροσωπευτικά σημαντικών σταδίων της ανθρώπινης ιστορίας και εξέλιξης.
Εδώ έγιναν τα γυρίσματα από τις ταινίες «Κατά Ματθαίον» του Παζολινι και τα «Πάθη» του Μελ Γκίμπσον …
Η πόλη είχε αισθητή και σημαίνουσα παρουσία ήδη από τον 6ο π.Χ. αι. ως τμήμα της ενδοχώρας της Μεγάλης Ελλάδας.
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους οχυρώθηκε το κέντρο της, η Πολιτεία, στην κορυφή ενός υψώματος 400 μέτρων, και κάτω ακριβώς από τα τείχη δημιουργήθηκαν δύο συνοικίες, σκαμμένες στον μαλακό, ασβεστώδη βράχο:

Tο Sasso Caveoso (Σπηλαιώδης Βράχος) στα νότια και
Tο Sasso Barisano (Βράχος του Μπάρι ή κατ’ άλλη εκδοχή των Βαρισίων, επιφανούς οικογένειας της Ρώμης) στα βορειοδυτικά της Πολιτείας.

Λόγω της μαλακής σύστασης του βράχου οι τότε κάτοικοι είχαν δημιουργήσει ένα αξιοθαύμαστο και καλά μελετημένο δίκτυο δεξαμενών μέσα στην πέτρα με αρχικό σκοπό την περισυλλογή νερού, τόσο από τις ελάχιστες βροχές όσο και από τη φυσική υγρασία, για την αντιμετώπιση παρατεταμένων περιόδων ανομβρίας στην περιοχή.
Παράλληλα χρησιμοποιούσαν τις ήδη υπάρχουσες σπηλιές, τις οποίες επεξέτειναν σκάβοντας τόσο σε οριζόντια όσο και σε κάθετη διάταξη, ως αποθηκευτικούς χώρους και στάβλους.
Στα μέσα του 6ου αιώνα, το 551μ.Χ,  ο Ιουστινιανός ανέθεσε στο Ναρσή την αρχιστρατηγία για την εξόντωση των Γότθων, οι οποίοι λυμαίνονταν την Ιταλία. Μετά από αλλεπάλληλες μάχες οι Γότθοι νικήθηκαν τον Οκτώβριο του 552 στην περιοχή της Πομπηίας, ενώ οι διάσπαρτες φρουρές τους παραδόθηκαν σταδιακά μέχρι και το 562 μ.Χ., οπότε και όλη η Ιταλία βρέθηκε υπό την εξουσία των Βυζαντινών.  Όμως τον 7ο αιώνα κατά την περίοδο του Λέοντος του Γ΄, το 726 μ.Χ., είχε ξεκινήσει στο Βυζάντιο η περίοδος της Εικονομαχίας (726-843 μ.Χ.), η οποία προκάλεσε τη διαίρεση της βυζαντινής κοινωνίας και τις σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ εικονομάχων (εικονοκλαστών) και εικονολατρών.
Η διαμάχη, που έφτασε στα όρια εμφύλιου πολέμου, ανάγκασε χιλιάδες μοναχούς, τους λεγόμενους Βασιλειανούς, να μεταναστεύσουν από την Συρία και την Καππαδοκία και να εγκατασταθούν στη Νότιο Ιταλία, δίνοντας νέα ώθηση στην ελληνικότητα της περιοχής. Οι Βασιλειανοί μοναχοί (ο μεγάλος ιστορικός Βασίλιεφ ανεβάζει σε 50.000 τους μοναχούς τούτους που πήραν ανα­γκαστικά το δρόμο της ξενιτιάς),αλλά και οι ιερείς με τις οικογένειες τους που εγκαταστάθηκαν εδώ στη νότιο Ιταλία, (συχνά σε υπόσκαφες πολιτείες), αντιγράφοντας τον τρόπο ζωής τους από την Καππαδοκία και τη Συρία, ενώ αναβίωσαν συγχρόνως την Ορθόδοξη εκκλησία και το λειτουργικό τυπικό της. Αυτά τα σημαντικά πολιτιστικά και θρησκευτικά στοιχεία τα συναντάμε  στις περιοχές της Μασάφρα (Massafra), της Μότολα (Mottola) και της Ματέρα (Matera).
Περισσότερες από 100 εκκλησίες της πόλης είναι κατά ένα τμήμα τους εντελώς μέσα στους βράχους.
Η επικυριαρχία του Βυζαντίου,  κράτησε έως το 10ο αιώνα όπου το 1071, όταν οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Μπάρι (Bari), η βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία καταλύθηκε οριστικά.
 Η χρυσή εποχή της Ματέρας ανέτειλε το 1663, όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της επαρχίας της Μπαζιλικάτα και έδυσε το 1803, όταν το κέντρο της επαρχίας μεταφέρθηκε στην Ποτέντσα.
Από τότε και έπειτα από μία  παρατεταμένη περίοδο βαθιάς παρακμής οδήγησε τους κατοίκους της πόλης στα όρια της εξαθλίωσης. Λόγω της στέρησης της διοικητικής της θέσης και των προνομίων που αυτή συνεπαγόταν, αλλά και εξαιτίας της κρίσης της αγροτικής οικονομίας με την έλευση της βιομηχανικής εποχής, η φτώχεια έπληξε τη Ματέρα.
Οι σπηλιές που άλλοτε χρησίμευαν μόνο ως αποθήκες, στάβλοι και δεξαμενές, σταδιακά άρχισαν να φιλοξενούν ολόκληρες οικογένειες μαζί με όλο τους το βιος και τα ζωντανά τους.
Από τα περισσότερα από 3.000 σπίτια των συνοικιών της πόλης πιο πολλά από τα μισά ήταν κυριολεκτικά σπηλιές στο βράχο, τα υπόλοιπα είχαν και ένα χτισμένο τμήμα στο εξωτερικό του και μόνο το 10% ήταν κανονικά οικοδομήματα.
Η ζωή μέσα στις σπηλαιώδεις αυτές κατοικίες φαντάζει απίστευτη. Σε μια κατοικία που έχει διατηρηθεί όπως ήταν πριν από την οριστική εκκένωση, άνθρωποι, ζώα, εργαλεία, φαγώσιμα και χρηστικά αντικείμενα βρίσκονταν στον ίδιο ενιαίο χώρο, με μια μικρή μόνο εσοχή για αγροτικά σύνεργα ή τη γούρνα του νερού.
Τα παιδιά, συνήθως πάνω από 3, κοιμούνταν στο κρεβάτι με τους γονείς, σε άλλα έπιπλα που είχαν διπλή χρήση ή και στα συρτάρια(!) ενώ η υγρασία της πέτρας και η έντονη μυρωδιά διαπερνάει το σώμα ακόμη και κατά την ολιγόλεπτη επίσκεψη. Το σκηνικό της εγκατάλειψης συμπληρωνόταν και από την έλλειψη κρατικών παροχών, όπως ηλεκτρισμός και αποχετευτικό σύστημα μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα.
Το τέλος της τρωγλοδυτικής ζωής για τους κατοίκους των Σάσι της Ματέρας ήρθε το 1952, όταν ο τότε ισχυρός πολιτικός άνδρας Aλντιντσε ντε Γκάσπαρι, εντυπωσιασμένος από τις περιγραφές του Κάρλο Λέβι στο βιβλίο «Ο Χριστός σταμάτησε στο Eμπολι» επισκέφθηκε τη Ματέρα και εξέδωσε άμεσα μια σειρά από ειδικούς νόμους βάσει των οποίων 15.000 κάτοικοι των Σάσι μεταφέρθηκαν σε καινούργιες συνοικίες της Πολιτείας που δημιουργήθηκαν σύμφωνα με ειδικό ρυθμιστικό αρχιτεκτονικό σχέδιο για την ανακούφιση της περιοχής.
Η εκκένωση των σπηλαίων διήρκεσε από το 1953 μέχρι το 1968, οπότε και η ιδιοκτησία των σπηλαιωδών κατοικιών πέρασε στο κράτος, το οποίο από το 1986 η κυβέρνηση άρχισε να παραχωρεί τη χρήση των σπηλαίων σε ιδιώτες για 99 χρόνια με τον όρο της -επιδοτούμενης σε ποσοστό από 40% μέχρι 60%- αναπαλαίωσής τους.