Μικρογραφία της
Καππαδοκίας στη Μεσόγειο
Η Ματέρα είναι
μία πόλη της Νότιας
Ιταλίας που κλείνει στους τοίχους και στις σπηλιές της ολόκληρη
την ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης πάνω στον πλανήτη.
Τα παλαιότερα ευρήματα
σ’ αυτήν τη μικρή πόλη χρονολογούνται σχεδόν 400.000
χρόνια, από την Παλαιολιθική Εποχή, αλλά ο μεγαλύτερος πλούτος ευρημάτων
ανάγεται στη Νεολιθική και μεταγενέστερα.
Από το 1993
η αρχαία πόλη προστατεύεται από την ΟΥΝΕΣΚΟ ως πολιτιστική
κληρονομιά της ανθρωπότητας ως εξαιρετικό δείγμα τρωγλοδυτικής εγκατάστασης
στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, απόλυτα προσαρμοσμένης στο έδαφος και το
οικοσύστημα, στην οποία ανακαλύφθηκαν ίχνη αντιπροσωπευτικά σημαντικών σταδίων
της ανθρώπινης ιστορίας και εξέλιξης.
Εδώ έγιναν τα γυρίσματα από τις ταινίες «Κατά
Ματθαίον» του Παζολινι και τα «Πάθη» του Μελ Γκίμπσον …
Η πόλη είχε αισθητή και σημαίνουσα παρουσία ήδη από τον 6ο π.Χ. αι. ως τμήμα της ενδοχώρας της Μεγάλης Ελλάδας.
Η πόλη είχε αισθητή και σημαίνουσα παρουσία ήδη από τον 6ο π.Χ. αι. ως τμήμα της ενδοχώρας της Μεγάλης Ελλάδας.
Κατά τους ρωμαϊκούς
χρόνους οχυρώθηκε το κέντρο της, η Πολιτεία, στην κορυφή ενός υψώματος 400 μέτρων, και κάτω
ακριβώς από τα τείχη δημιουργήθηκαν δύο συνοικίες, σκαμμένες στον μαλακό,
ασβεστώδη βράχο:
Tο Sasso Caveoso
(Σπηλαιώδης Βράχος) στα νότια και
Tο Sasso Barisano
(Βράχος του Μπάρι ή κατ’ άλλη εκδοχή των Βαρισίων, επιφανούς οικογένειας της
Ρώμης) στα βορειοδυτικά της Πολιτείας.
Λόγω της μαλακής
σύστασης του βράχου οι τότε κάτοικοι είχαν δημιουργήσει ένα αξιοθαύμαστο και
καλά μελετημένο δίκτυο δεξαμενών μέσα στην πέτρα με αρχικό σκοπό την
περισυλλογή νερού, τόσο από τις ελάχιστες βροχές όσο και από τη φυσική υγρασία,
για την αντιμετώπιση παρατεταμένων περιόδων ανομβρίας στην περιοχή.
Παράλληλα
χρησιμοποιούσαν τις ήδη υπάρχουσες σπηλιές, τις οποίες επεξέτειναν σκάβοντας
τόσο σε οριζόντια όσο και σε κάθετη διάταξη, ως αποθηκευτικούς χώρους και
στάβλους.
Στα μέσα του 6ου αιώνα,
το 551μ.Χ,
ο Ιουστινιανός
ανέθεσε στο Ναρσή
την αρχιστρατηγία για την εξόντωση των Γότθων, οι οποίοι λυμαίνονταν
την Ιταλία. Μετά από αλλεπάλληλες μάχες οι Γότθοι νικήθηκαν τον Οκτώβριο του 552
στην περιοχή της Πομπηίας, ενώ οι διάσπαρτες φρουρές τους παραδόθηκαν σταδιακά
μέχρι και το 562 μ.Χ., οπότε και όλη η Ιταλία βρέθηκε υπό την εξουσία των
Βυζαντινών. Όμως τον 7ο αιώνα κατά την περίοδο του Λέοντος του Γ΄, το 726
μ.Χ., είχε ξεκινήσει στο Βυζάντιο η περίοδος της Εικονομαχίας (726-843 μ.Χ.), η
οποία προκάλεσε τη διαίρεση της βυζαντινής κοινωνίας και τις σφοδρές
συγκρούσεις μεταξύ εικονομάχων (εικονοκλαστών) και εικονολατρών.
Η διαμάχη, που έφτασε
στα όρια εμφύλιου πολέμου, ανάγκασε χιλιάδες μοναχούς, τους λεγόμενους Βασιλειανούς,
να μεταναστεύσουν από την Συρία και την Καππαδοκία
και να εγκατασταθούν στη Νότιο Ιταλία, δίνοντας νέα ώθηση στην ελληνικότητα της
περιοχής. Οι Βασιλειανοί μοναχοί (ο μεγάλος ιστορικός Βασίλιεφ
ανεβάζει σε 50.000 τους μοναχούς τούτους που πήραν αναγκαστικά το δρόμο της
ξενιτιάς),αλλά και οι ιερείς με τις οικογένειες τους που εγκαταστάθηκαν εδώ στη
νότιο Ιταλία, (συχνά σε υπόσκαφες πολιτείες), αντιγράφοντας τον τρόπο ζωής τους
από την Καππαδοκία και τη Συρία, ενώ αναβίωσαν συγχρόνως την Ορθόδοξη εκκλησία
και το λειτουργικό τυπικό της. Αυτά τα σημαντικά πολιτιστικά και θρησκευτικά
στοιχεία τα συναντάμε στις περιοχές της Μασάφρα (Massafra),
της Μότολα
(Mottola) και της Ματέρα (Matera).
Περισσότερες από 100
εκκλησίες της πόλης είναι κατά ένα τμήμα τους εντελώς μέσα στους βράχους.
Η επικυριαρχία του
Βυζαντίου, κράτησε έως το 10ο αιώνα όπου το 1071, όταν οι Νορμανδοί
κατέλαβαν το Μπάρι (Bari), η βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία καταλύθηκε
οριστικά.
Η χρυσή εποχή της
Ματέρας ανέτειλε το 1663, όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της επαρχίας της Μπαζιλικάτα
και έδυσε το 1803, όταν το κέντρο της επαρχίας μεταφέρθηκε στην Ποτέντσα.
Από τότε και έπειτα από
μία παρατεταμένη περίοδο βαθιάς παρακμής οδήγησε τους κατοίκους της πόλης
στα όρια της εξαθλίωσης. Λόγω της στέρησης της διοικητικής της θέσης και των
προνομίων που αυτή συνεπαγόταν, αλλά και εξαιτίας της κρίσης της αγροτικής
οικονομίας με την έλευση της βιομηχανικής εποχής, η φτώχεια έπληξε τη Ματέρα.
Οι σπηλιές που άλλοτε
χρησίμευαν μόνο ως αποθήκες, στάβλοι και δεξαμενές, σταδιακά άρχισαν να
φιλοξενούν ολόκληρες οικογένειες μαζί με όλο τους το βιος και τα ζωντανά τους.
Από τα περισσότερα από 3.000
σπίτια των συνοικιών της πόλης πιο πολλά από τα μισά ήταν κυριολεκτικά σπηλιές στο
βράχο, τα υπόλοιπα είχαν και ένα χτισμένο τμήμα στο εξωτερικό του και μόνο το
10% ήταν κανονικά οικοδομήματα.
Η ζωή μέσα στις
σπηλαιώδεις αυτές κατοικίες φαντάζει απίστευτη. Σε μια κατοικία που έχει
διατηρηθεί όπως ήταν πριν από την οριστική εκκένωση, άνθρωποι, ζώα, εργαλεία,
φαγώσιμα και χρηστικά αντικείμενα βρίσκονταν στον ίδιο ενιαίο χώρο, με μια
μικρή μόνο εσοχή για αγροτικά σύνεργα ή τη γούρνα του νερού.
Τα παιδιά, συνήθως πάνω
από 3, κοιμούνταν στο κρεβάτι με τους γονείς, σε άλλα έπιπλα που είχαν διπλή
χρήση ή και στα συρτάρια(!) ενώ η υγρασία της πέτρας και η έντονη μυρωδιά
διαπερνάει το σώμα ακόμη και κατά την ολιγόλεπτη επίσκεψη. Το σκηνικό της
εγκατάλειψης συμπληρωνόταν και από την έλλειψη κρατικών παροχών, όπως
ηλεκτρισμός και αποχετευτικό σύστημα μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα.
Το τέλος της
τρωγλοδυτικής ζωής για τους κατοίκους των Σάσι της Ματέρας ήρθε το 1952, όταν ο
τότε ισχυρός πολιτικός άνδρας Aλντιντσε ντε Γκάσπαρι, εντυπωσιασμένος
από τις περιγραφές του Κάρλο Λέβι στο βιβλίο «Ο Χριστός σταμάτησε
στο Eμπολι» επισκέφθηκε τη Ματέρα και εξέδωσε άμεσα μια σειρά από
ειδικούς νόμους βάσει των οποίων 15.000 κάτοικοι των Σάσι μεταφέρθηκαν σε
καινούργιες συνοικίες της Πολιτείας που δημιουργήθηκαν σύμφωνα με ειδικό
ρυθμιστικό αρχιτεκτονικό σχέδιο για την ανακούφιση της περιοχής.
Η εκκένωση των σπηλαίων διήρκεσε από το 1953
μέχρι το 1968, οπότε και η ιδιοκτησία των σπηλαιωδών κατοικιών πέρασε
στο κράτος, το οποίο από το 1986 η κυβέρνηση άρχισε να παραχωρεί τη χρήση των
σπηλαίων σε ιδιώτες για 99 χρόνια με τον όρο της -επιδοτούμενης σε ποσοστό από
40% μέχρι 60%- αναπαλαίωσής τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου