Το κάστρο Ντέλι Μόντι
Το σημερινό κάστρο είναι το αποτέλεσμα διαφόρων παρεμβάσεων. Χτισμένο στο πιο ψηλό σημείο της περιοχής, χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως παρατηρητήριο. Στη συνέχεια υπήρξε ρωμαϊκό οχυρό για να μετατραπεί, τέλος, την εποχή του Φρειδερίκου, σε μικρό αμυντικό φρούριο.
Με την άφιξη των Ντέλι Μόντι (1463) υπέστη περαιτέρω επέκταση με αποτέλεσμα να αντισταθεί στην επίθεση των Τούρκων το 1480. Με τον Τζιοβάν Μπατίστα Ντέλι Μόντι, το φρούριο έλαβε την σημερινή του μορφή με τέσσερις αμυντικούς πυργίσκους και αρχιτεκτονικά κριτήρια βασισμένα στις πολεμικές ανάγκες της εποχής. Οι τέσσερις πύργοι είναι αφιερωμένοι στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, τον αβά Αντώνιο τον Μέγα, τον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή. Σε κάθε έναν απο αυτούς υπάρχει το οικόσημο των Ντέλι Μόντι με επιγραφές που παραπέμπουν στις τέσσερις πρωτεύουσες αρετές.
Στην κατασκευή του συντέλεσαν οι καλύτεροι Κοριλιανοί τεχνίτες, όπως ο Άντζελο Λόλι του οποίου το όνομα αναγράφεται στο επιστύλιο που στηρίζει το παράθυρο του πυργίσκου που είναι αφιερωμένος στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.
Με το τέλος της οικογένειας Ντέλι Μόντι, το Κάστρο αποκτήθηκε από τον Λουίτζι Τράνε το 1651 και διαμορφώθηκε σε δουκική κατοικία. Το 1667, ο Φραντσέσκο Τράνε διακόσμησε την πρόσοψη του κτιρίου με αγάλματα μεταφορικής σημασίας (οργανοπαίκτρια με βιόλα, αλήθεια, υπερηφάνεια, τύχη, θάρρος και γενναιοδωρία, τιμωρία, μέτρηση του χωρόχρονου, επιθυμία και κατοχή, επιείκεια, οργανοπαίκτρια με λύρα) και με προτομές επιφανών ανδρών (Αντόνιο ντι Λέβα, Μαρκέζε ντι Πεσκάρα, Ιάκοπο Καπάτσε Γκαλεότα, Κονσάλβο ντι Κόρντοβα, Ταμερλάνο, Τζιόρτζιο Καστριότα Σκάνδερμπεργκ, Χριστόφορος Κολόμβος, Κανγκράντε Ντέλα Σκάλα). Στο κέντρο δεσπόζει η μορφή του ανάμεσα στα αγάλματα της Ευσπλαχνίας και της Δικαιοσύνης. Το έργο πραγματοποιήθηκε από τον Κοριλιανό αρχιτέκτονα Francesco Manuli, τα αγάλματα αποδίδονται στό εργαστήριο του Αγκοστίνο Καρόνε, ενώ τα μπαλκόνια είναι έργο του Κοριλιανού Αντόνιο Φιορεντίνο.
Παραμονή Χριστουγέννων του έτους 2000, το κάστρο πέρασε στην κατοχή της Κοινότητας του Κοριλιάνο Ντ Ότραντο με Δήμαρχο τον κ. Σαλβατόρε Φιόρε.
Καουπόρτα και περιμετρικά τείχη του Κάστρου
Βρίσκετε στην δεξιά πλευρά του κάστρου και χτίστηκε από τον Κοριλιανό φεουδάρχη Τζιοβάν Μπατίστα Ντέλι Μόντι στις αρχές του 16ου αιώνα ως ολοκλήρωση του έργου οχύρωσης της περιοχής.
Πρόκειται για μια χαρακτηριστική καταλανική πύλη με το τοπικό έμβλημα και το οικόσημο των Ντέλι Μόντι. Στο άνω γείσωμα μπορεί κανείς να δει την επιγραφή «INVIDIA INOPIA FA» (η ζηλοφθονία φέρνει δυστυχία), χαραγμένη με κεφαλαία γράμματα λίγα χρόνια μετά την κατασκευή της πύλης. Το ρητό καλούσε, και καλεί ακόμη σήμερα τους χωρικούς να μην φθονούν ό,τι βρίσκεται στο εσωτερικό των τειχών.
Τα αρχαία περιμετρικά τείχη εκτείνονταν κατά μήκος των σημερινών οδών Παλέστρο, Σάντι και Πεντίνο, ενώνονται στο κάστρο, ενώ ενδιάμεσα παρεμβάλλονταν πύργοι που χρησίμευαν ως παρατηρητήρια, ένα εκ των οποίων ήταν χωρίς αμφιβολία το σημερινό καμπαναριό του καθεδρικού ναού.
Στις δύο άκρες του κυρίου άξονα, υπήρχαν δύο πύλες, μοναδικές είσοδοι και έξοδοι του χωριού: η Κάου πόρτα και η Άνου πόρτα (άνω πόρτα) που οδηγούσε σε ένα ξέφωτο μπροστά στον καθεδρικό ναό.
Σήμερα μπορεί κανείς να δει μέρη του τείχους στην οδό Ντον Μπόσκο. Αυτά είναι πολύ εύκολα αναγνωρίσιμα καθότι διακρίνονται για ένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό στοιχείο: ένα ημικυλινδρικό περίζωμα που εξέχει σε ύψος 3-4 μέτρων από το οδόστρωμα το οποίο επαναλάμβανε, συνεχίζοντάς το, το περίζωμα που περικλείει τα ακροπύργια και τα οχυρώματα του κάστρου.
Η αψίδα οροθετεί την είσοδο μιας αυλής και αποτελείται από τρία μονολιθικά στοιχεία από ντόπια πέτρα: ένα τοξοειδές επιστύλιο καλά διατηρημένο και δύο διαβρωμένες δοκούς στήριξης στο κάτω μέρος, σκαλισμένες σε όλη τους την επιφάνεια. Η πλούσια διακόσμηση της πύλης καταλαμβάνει όλη την μπροστινή επιφάνεια καθώς και το εσωτερικό του τόξου.
"Αψίδα "Λουκέτι" (ετυμ. από Λουκέτα, όνομα παλαιάς οικογένειας του Κοριλιάνο)
Στο κέντρο της βρίσκεται εγχάρακτη η ημερομηνία κατασκευής: παρότι το 1497 ανήκει χρονολογικά στην περίοδο της Αναγέννησης, η διακόσμησή του παραπέμπει στις ρωμαϊκές πύλες, λόγω μιας αρθρωτής διάταξης από φύλλα σε κομψό μοντέρνο σχέδιο.
Στη βάση της αριστερής δοκού, δυστυχώς δυσανάγνωστο, βρίσκεται σκαλισμένο ένα θαλάσσιο κήτος που πιθανώς επαναλαμβάνεται στη δεξιά δοκό. Στην εξωτερική παρειά των δοκών αναπαριστώνται αντικείμενα που μοιάζουν περιδέραια, ενώ οι κεντρικές παρειές περιέχουν μια σύνθεση φύλλων ακάνθου, που συνεχίζουν στην τοξοειδή διακόσμηση. Μια σειρά ημιρόμβων συμπληρώνουν τη δοκό.
Και το επιστύλιο παρουσιάζει τρεις ζώνες εκ των οποίων η χαμηλότερη είναι διακοσμημένη με ελαφρά σκαλισμένα τετραγωνάκια, που διακόπτονται από την εγχάρακτη επιγραφή: HODE: DELAUDU.
DONA: GRACIA.
IN CASA: DECOLA: ROBI
(Θεέ μου, δώρισε από ψηλά τη Χάρη σου στην οικογένεια Κόλα Ρόμπι).
Ακολουθούν μια φτερωτή μορφή με σπαθί, άγγελοι που μεταφέρουν ανθρώπους τυλιγμένους σε σεντόνια και, στη συνέχεια, ξαναρχίζει το καρέ μοτίβο.
Η κεντρική ζώνη συνεχίζει με το ανθικό μοτίβο της δοκού.
Η τελευταία δέσμη είναι η πιο πλούσια διακοσμημένη: από τα αριστερά παρατηρούμε έναν σκύλο (σύμβολο αφοσίωσης) που κρατά στο στόμα ένα δαχτυλίδι (ή βέρα), που φαίνεται να κατευθύνεται προς δύο μορφές: έναν άνδρα και μια γυναίκα που κρατούν ένα μεγάλο στεφάνι μέσα στο οποίο είναι χαραγμένο ένα αστέρι με οχτώ ακτίνες (υποστηρίζουν το καλό τους αστέρι). Στο εσωτερικό των τριγώνων του αστεριού παρατηρούμε απεικονίσεις που παραπέμπουν στους μύθους του Αισώπου και του Φαίδρου (οι ηθικές αρχές που πρέπει να τηρούνται για μια ευτυχισμένη ζωή).
Αμέσως μετά το αστέρι υπάρχει ένα ανάγλυφο που αναπαριστά τον Άγιο Γεώργιο έφιππο να σκοτώνει τον δράκο, που είναι δεμένος με λουρί που το κρατά μια γυναίκα με κορόνα. Πάνω από το κεφάλι του αλόγου δυο μορφές σε στάση δέησης.
Στα δεξιά ένα δέντρο, ένα βάζο από το οποίο εξέχει ένα φυτό με μεγάλα φύλλα και δύο πουλιά στα κλαδιά του. Ακόμα δυο πουλιά που διασταυρώνουν τους μακριούς λαιμούς τους και αμέσως μετά ένα μικρότερο. Από κάτω ακόμα δυο πτηνά που πίνουν από τον ίδιο αμφορέα και, τέλος, μια όρνιθα με ένα δαχτυλίδι στο στόμα. Το δεξιό τμήμα καταλαμβάνεται από έναν μακρύ αγκαθωτό μίσχο.
Στην αψίδα διακρίνονται δύο μεταφορικοί γλωσσικοί κώδικες που, αντλώντας ο ένας από τη λατινική παράδοση και ο άλλος από την ανατολική, παραπέμπουν σε μια ηθοπλαστική ερμηνεία: οι νεόνυμφοι καλούνται να οικοδομήσουν μαζί τη ζωή τους και να στηρίξουν τα βάρη της βάσει των κανόνων της καλής συμπεριφοράς και της ηθικής, με την ελπίδα για ένα ευοίωνο μέλλον.
Ο χώρος της πλατείας, ακόμη επιστρωμένος με αρχαίες πλάκες σκληρού ασβεστόλιθου, καταλαμβάνεται από μια διακοσμητική βρύση, έργο του αρχιτέκτονα Σισίνι, και από μια κολόνα που φτιάχτηκε το 1848 με ντόπια πέτρα και αναστηλώθηκε το 1948, όπως πιστοποιεί η εγχάρακτη επιγραφή στη βάση της.
Πλατεία του Αι Νικόλα
Ο χώρος της πλατείας, ακόμη επιστρωμένος με αρχαίες πλάκες σκληρού ασβεστόλιθου, καταλαμβάνεται από μια διακοσμητική βρύση, έργο του αρχιτέκτονα Σισίνι, και από μια κολόνα που φτιάχτηκε το 1848 με ντόπια πέτρα και αναστηλώθηκε το 1948, όπως πιστοποιεί η εγχάρακτη επιγραφή στη βάση της.
Στην κορυφή της κολόνας υπάρχει ένα άγαλμα της Παναγίας της Χάριτος του 17ου αιώνα, που θεωρείται πως προέρχεται από μια παλιά εκκλησία εκτός των τειχών, αφιερωμένη στην Παναγία ντέλε Ποτσέλε (των πηγαδιών). Στον περίχωρο, δέσποζε ως τη δεκαετία του ’20 ένα αρχαίο παρεκκλήσι που ήταν αφιερωμένο στην Παναγία Ασούντα (Παναγία που ανελήφθη).
Στις 18 Νοεμβρίου 1868 η τοπική διοίκηση ζήτησε την κατεδάφισή του επικαλούμενη λόγους δημόσιας υγείας και την ανάγκη διεύρυνσης της πλατείας.
Οι διαξιφισμοί μεταξύ της Κοινότητας και της Αδελφότητας στην οποία ανήκε το παρεκκλήσι, διήρκεσαν δεκαετίες και μόνο στις 5 Ιουλίου 1926 αποφασίστηκε η κατεδάφισή του.
Σύμφωνα με την παράδοση, το παρεκκλήσι είχε χτιστεί στα ερείπια ενός αρχαίου ναού αφιερωμένου στη θεά Βέστα. Μια εγχάρακτη επιγραφή σε μαρμάρινη πλάκα στον τοίχο της εκκλησίας παραπέμπει, στην αριστερή της πλευρά, στην παράδοση που για 600 χρόνια ήθελε αυτόν το ναό να είναι αφιερωμένος στη λατρεία της θεάς Βέστα, ως το 43 μ.Χ. όταν αφιερώθηκε στο Φιλεύσπλαχνο Χριστό. Στο δεξιό της μέρος, αναφέρεται πως μέχρι το 1641 υπήρξε έδρα της Αδελφότητας της Παναγίας Αμώμου.
Γύρω στο 1650, επ’ ευκαιρίας ορισμένων παρεμβάσεων αναπαλαίωσης, κάτω από μια πλάκα βρέθηκε ένα μεταλλικό αγγείο σε σχήμα λυχνίας λαδιού. Κατά την παράδοση, η λυχνία που ήταν ακόμα αναμμένη, έσβησε σε επαφή με τον αέρα. Για το λόγο αυτό η πλάκα επονομάστηκε «Λινάτσι» και βρίσκεται σήμερα εντοιχισμένη στον αριθμό 8 της πλατείας.
Άλλες πηγές αναφέρουν πως πρόκειται για μια πλάκα που παραπέμπει σε αρχαίες λατρείες. Πράγματι, αναπαριστώνται μια σκάλα και ένα χέρι που κρατά ένα αντικείμενο που μοιάζει με λυχνία, ενώ, αν το παρατηρήσει κανείς καλά, πρόκειται για ένα χάρακα.
Ως εκ τούτου, εικάζεται πως πρόκειται για αναμνηστική πλάκα που παραπέμπει σε μια τέχνη που χρησιμοποιούσε το χάρακα και το μέτρο σαν βασικά της εργαλεία. Το στοιχείο αυτό, με τη σειρά του, υποδηλώνει έναν πιθανό σύνδεσμο λατόμων και οικοδόμων.
Μερικοί, επίσης, πιστεύουν σε μια πιθανή συμβολική σημασία της, σχετική με τους Καρμπονάρους.
Στις 18 Νοεμβρίου 1868 η τοπική διοίκηση ζήτησε την κατεδάφισή του επικαλούμενη λόγους δημόσιας υγείας και την ανάγκη διεύρυνσης της πλατείας.
Οι διαξιφισμοί μεταξύ της Κοινότητας και της Αδελφότητας στην οποία ανήκε το παρεκκλήσι, διήρκεσαν δεκαετίες και μόνο στις 5 Ιουλίου 1926 αποφασίστηκε η κατεδάφισή του.
Σύμφωνα με την παράδοση, το παρεκκλήσι είχε χτιστεί στα ερείπια ενός αρχαίου ναού αφιερωμένου στη θεά Βέστα. Μια εγχάρακτη επιγραφή σε μαρμάρινη πλάκα στον τοίχο της εκκλησίας παραπέμπει, στην αριστερή της πλευρά, στην παράδοση που για 600 χρόνια ήθελε αυτόν το ναό να είναι αφιερωμένος στη λατρεία της θεάς Βέστα, ως το 43 μ.Χ. όταν αφιερώθηκε στο Φιλεύσπλαχνο Χριστό. Στο δεξιό της μέρος, αναφέρεται πως μέχρι το 1641 υπήρξε έδρα της Αδελφότητας της Παναγίας Αμώμου.
Γύρω στο 1650, επ’ ευκαιρίας ορισμένων παρεμβάσεων αναπαλαίωσης, κάτω από μια πλάκα βρέθηκε ένα μεταλλικό αγγείο σε σχήμα λυχνίας λαδιού. Κατά την παράδοση, η λυχνία που ήταν ακόμα αναμμένη, έσβησε σε επαφή με τον αέρα. Για το λόγο αυτό η πλάκα επονομάστηκε «Λινάτσι» και βρίσκεται σήμερα εντοιχισμένη στον αριθμό 8 της πλατείας.
Άλλες πηγές αναφέρουν πως πρόκειται για μια πλάκα που παραπέμπει σε αρχαίες λατρείες. Πράγματι, αναπαριστώνται μια σκάλα και ένα χέρι που κρατά ένα αντικείμενο που μοιάζει με λυχνία, ενώ, αν το παρατηρήσει κανείς καλά, πρόκειται για ένα χάρακα.
Ως εκ τούτου, εικάζεται πως πρόκειται για αναμνηστική πλάκα που παραπέμπει σε μια τέχνη που χρησιμοποιούσε το χάρακα και το μέτρο σαν βασικά της εργαλεία. Το στοιχείο αυτό, με τη σειρά του, υποδηλώνει έναν πιθανό σύνδεσμο λατόμων και οικοδόμων.
Μερικοί, επίσης, πιστεύουν σε μια πιθανή συμβολική σημασία της, σχετική με τους Καρμπονάρους.
Εκκλησία του Αι Νικόλα (Barocco Chiesa San Nicola)
Ο Καθεδρικός Ναός χτίστηκε γύρω στο 1570 στη θέση όπου παλαιότερα υπήρχε ένα παρεκκλήσι, όπως δείχνει η ημερομηνία σκαλισμένη στο επιστύλιο της εισόδου (1573). Προηγούμενα, ο Καθεδρικός Ναός βρισκόταν στην πλατεία Σαν Νικόλα. Στο κέντρο της πρόσοψης του ναού με τις κολόνες σε γοτθικό στιλ, αναπαρίσταται ο Σωτήρ, ενώ στις δύο πλευρές, σε στάση δέησης, η Παναγία και ο Άγιος Νικόλαος, πολιούχος του χωριού. Επίσης, διακρίνει κανείς το εραλδικό έμβλημα των Ντέλι Μόντι, καθώς και αυτό του Πανεπιστημίου του Κοριλιάνο (μια καρδιά και μια ασπίδα), ως σύμβολο αμοιβαίας συμμετοχής στην οικοδόμησή του.
Το κτίριο είναι χτισμένο σε σχέδιο λατινικού σταυρού με αψίδωμα προσανατολισμένο ανατολικά και διακρίνεται για το αξιοσημείωτο ύψος του, το οποίο τονίζεται από το μέγεθος των κιόνων που υποστηρίζουν το σκέπαστρο του κεντρικού κλίτους και από τις διακοσμητικές κορδέλες που υπογραμμίζουν τη γεωμετρική διάταξη των θόλων, χαρακτηριστικό αρχιτεκτονικό στοιχείο της Λέτσε.
Με το πέρασμα των αιώνων υπέστη πολυάριθμες μετατροπές με πιο σημαντική αυτή του 1878, όταν δημιουργήθηκε το μωσαϊκό δάπεδο, έργο του Άντζελο Μαζέλι. Σε όλο το μήκος του κεντρικού κλίτους, καθώς και των πλευρικών, διακλαδίζεται το Δέντρο της Ζωής. Στα κλαδιά του απεικονίζονται μερικές σκηνές της Παλαιάς Διαθήκης. Πρόσφατα έργα συντήρησης του δαπέδου έφεραν στο φως ένα υπόγειο νεκροταφείο.
Στο δεξιό κλίτος συναντούμε πρώτα το ιερό που είναι αφιερωμένο στον Άγιο Φραντσέσκο Ντι Πάολα, ενώ ακολουθούν αυτά του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Πέτρου Ιερομάρτυρα, της Παναγίας Αμώμου και του Εσταυρωμένου. Συνεχίζουμε στη δεξιά πτέρυγα όπου δεσπόζει ένα ιερό, αφιερωμένο στον Άγιο Νικόλαο, σκαλισμένο το 1716 από τον Κοριλιανό Γκαετάνο Καρόνε.
Στο διπλανό τοίχο υπάρχει άλλο, αφιερωμένο στη Μαντόνα ντελ Κάρμινε.τον χώρο που καταλαμβάνει η χορωδία υπάρχουν δύο πίνακες του 18ου αιώνα: ένας απεικονίζει τους Αγίους Κάρολο Βορομέο και Ορόντζο, και ο άλλος σύμβολα της Θείας Ευχαριστίας.
Η δεξιά πτέρυγα καταλαμβάνεται από το ιερό αφιερωμένο στη Μαντόνα ντελ Ροζάριο, δίπλα στο οποίο υπάρχει ο άμβωνας των θείων Μυστηρίων...
Στο αριστερό κλίτος βρίσκουμε το ιερό των Αγίων Γκαετάνο και Ιγνατίου ντι Λόιλα, του Αγίου Αντωνίου της Πάντοβα, του Αγίου Λουίτζι Γκοντζάγκα, και τελευταίο αυτό του Αγίου Ορόντζο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου