Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

ΛΕΤΣΕ (Lecce)

 Το Λέτσε είναι η πρωτεύουσα της περιοχής του Σαλέντο. Γενέτειρα του ζωγράφου, Antonio Verrio (1639 - 1707).
Είναι μια από τις ομορφότερες πόλεις της Ιταλίας και έχει συμπεριληφθεί (η μόνη πόλη της Ιταλίας), στον κατάλογο των "Best in Travel 2010" από το Lonely Planet μια πόλη που έπρεπε να επισκεφθούν το 2010, μαζί με άλλες εννέα για την ομορφιά των μνημείων της και του ιστορικού μπαρόκ κέντρου της.
   Έχει ονομαστεί «Αθήνα της Απουλίας» για την κλίση των κατοίκων της προς τις τέχνες, καθώς και «Φλωρεντία του Μπαρόκ», λόγω της αρχιτεκτονικής του 17ου και 18ου αιώνα και των περίτεχνων μνημείων της που οικοδομήθηκαν ή διακοσμήθηκαν την εποχή της ακμής του συγκεκριμένου ρυθμού.
    Το έμβλημα του Lecce απεικονίζει ένα δέντρο Βελανιδιά και ένα λύκο.
Το δέντρο είναι να εκπροσωπεί τα δάση με βελανιδιές στην γή του Ότραντο μέχρι το 1700. Ενώ ο λύκος είναι η σύνδεση με το ρωμαϊκό πολιτισμό. 
     Το ιστορικό κέντρο της περικλείεται από τείχη με 3 εισόδους (πόρτες)

      Την Porta Napoli, την Porta Rudia και την Porta San Biagio.
Παλαιότερα υπήρχαν περισσότερες είσοδοι – πόρτες.
   Η μεσσαπική πόλη του Λέτσε εξελληνίστηκε και γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθηση της κατά την Αυτοκρατορική Ρωμαϊκή εποχή, όταν το λιμάνι της (σημερινό San Cadaldo), που είχε ιδρυθεί από τον Αδριανό, ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της Αδριατικής.
Η πόλη λεηλατήθηκε το 549, από τον βασιλιά των Οστρογότθων Τωτίλα αλλά γνώρισε νέα περίοδο ακμής κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Βυζαντινών.
   Κατά την περίοδο των Νορμανδών πήρε τα πρωτεία από το γειτονικό λιμάνι του Υδρούντα σημερινό Ότραντο (Otranto), που ήταν η ευνοούμενη από τούς Βυζαντινούς πόλη της περιοχής.
Το Λέτσε ευνοήθηκε από τους Νορμανδούς, αλλά και απ’ όλους σχεδόν τους μετέπειτα κυρίαρχους, και γλύτωσε από τις θηριωδίες των Τούρκων πειρατών χάρις στις ισχυρές οχυρώσεις που είχαν κατασκευαστεί με εντολή του Ισπανού βασιλιά Κάρολου Ε'.

Εάν επισκεφθείτε το ιστορικό κέντρο του Λέτσε από την πόρτα Ρούντιε ( Porta Rudie)
Το όνομα της το παίρνει από την αρχαία πόλη της οποίας τα λιγοστά ερείπια βρίσκονται 3 χλμ. νοτιοδυτικά από τη σύγχρονη πόλη.
Ο πρώτος ναός που θα συναντήσετε στα δεξιά σας, στην οδό Giuseppe Libertini που ξεκινά από την Πόρτα, είναι η Εκκλησία του Ροζάριου (Chiesa di Rosario 1691), τελευταίο έργο ενός από τους επιφανέστερους αρχιτέκτονες που δούλεψαν στο Λέτσε, του Giuseppe Zimpalo. Η εκκλησία έχει σχήμα εγγεγραμμένου σταυρού με τρούλο και εντυπωσιακή διακόσμη­ση στην πρόσοψη.
Συνεχίζοντας προς την κεντρική πλατεία (ανατολικά) θα περάσετε από τις εκκλησίες της Σάντα Αννα και Σάντα Τερέζα.

Εάν επισκεφθείτε το ιστορικό κέντρο του Λέτσε από την πόρτα Νάπολη (Porta Napoli)
Αρχικά πριν από την είσοδο στο κέντρο της λεωφόρου των σπουδαστών (εδώ βρίσκονται τα πανεπιστήμια της Πόλης) παρατηρούμε τον Οβελίσκο (obelisco), που κατασκευάστηκε το 1822 πάνω σε σχέδιο του Luigi Cipolla, από τον Σαλεντίνο γλύπτη Vito Carluccio προς τιμή του Φερδινάνδου των Βουρβόνων.
Ο οβελίσκος είναι διακοσμημένος και στις τέσσερις προσόψεις του, μεταξύ των οποίων χαμηλά παρατηρούμε ένα δελφίνι που δαγκώνει έναν τούρκο. Με αυτόν τον τρόπο ήθελε να θυμίζει την αντίσταση των κατοίκων της Γής του Ότραντο κατά των Τούρκων.
Λέγεται ότι συνέβη ένα περίεργο επεισόδιο. Ότι αρχικά τον Οβελίσκο ο γλύπτης τον χρωμάτισε στο χρώμα του μαύρου για να δείχνει μαρμάρινος,  αλλά η πρώτη βροχή εξαφάνισε κάθε ίχνος του χρώματος.
Συνεχίζοντας αντικρίζουμε την πόρτα Νάπολη. Ονομάστηκε έτσι επειδή ο δρόμος που θεωρητικά παίρνετε κατά μήκος του τόξου οδηγεί στη Νάπολη.
Είναι χαρακτηριστική αρχιτεκτονική μπαρόκ και έχει κατασκευαστεί από την τοπική πέτρα Λετζέζε.
Είναι μια αψίδα θριάμβου που κτίστηκε προς τιμή του Ισπανού βασιλιά του Κάρολου Ε΄ το 1548 γι’ αυτό επάνω στο κέντρο έχει το αυτοκρατορικό οικόσημο των Αψβούργων του Καρόλου.
Τα όπλα και οι πανοπλίες και η επιγραφή φτιάχτηκαν για να υμνήσουν τον βασιλιά Κάρολο Ε΄  για την στρατιωτική βοήθεια που παρείχε στην περιοχή κατά των Τούρκων εισβολέων. 
Ένας μύθος λέει ότι τα λείψανα του San Giusto προστάτη της πόλης (μαζί με τους Αγίους  Ορόντζο και Φορτουνάτο) βρίσκονται κάτω από αυτή τη πόρτα για την προστασία της.
Η αποκατάσταση του μνημείου ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2009.

 







Μνημεία του Ιστορικού κέντρου του Λέτσε.

ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ (Duomo)
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΙΣΟΔΟΣ, είναι διακοσμημένη με τα αγάλματα, των Αγίων Πέτρου και Παύλου, και των επισκόπων Αγίου Τζενάρο και Αγίου Λουδοβίκου.
ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ (Duomo) ένα από τα πιο όμορφα κτίρια στην Ιταλία, αρχικά χτίστηκε το 1144, στη συνέχεια το 1230 και μετά από ενέργειες  του επισκόπου του Λέτσε Luigi Pappacoda, ο καθεδρικός ναός ανακαινίστηκε πλήρως μεταξύ των ετών 1659 - 1670 με μπαρόκ προσθήκες από τον Giuseppe Zimbalo .
Ο Ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη,
Στην πύλη επάνω βρίσκεται το άγαλμα του Αγίου Οράτιου (San oronzo) ενώ κάτω από δύο κόγχες τα αγάλματα των αγίων San Giusto και San Fortunato προστάτες του Λέτσε.
Στο όμορφο εσωτερικό του περιέχει πάνω από 12 παρεκκλήσια του 17ου αιώνα.
Στα δεξιά από την αγία τράπεζα υπάρχει τοιχογραφία με τη μορφή του πολιούχου Σαντ΄Οροντσο, έργο του γνωστότερου ζωγράφου της περιόδου του Μπαρόκ στο Λέτσε Τζοβάνι-Αντρέα Κόπολα. Ο καθεδρικός ναός έχει μια κρύπτη του 12ου αιώνα.
ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ (Palazzo Vescovile) με το χαρακτηριστικό περιστύλιο της εισόδου του, χτίστηκε το 1420-1438, ανοικοδομήθηκε το 1632 και επισκευάστηκε τον 18ο αιώνα.
ΙΕΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ (Seminario) στην δεξιά πλευρά του Duomo, χτίστηκε μεταξύ 1694 και 1710 σε σχέδια του Giuseppe Cino.

ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟ (72 μέτρα) χωρίζεται σε 5 ορόφους, χτίστηκε μεταξύ 1661 και 1682 από τον Giuseppe Zimpalo, πιστεύεται ότι είναι το 17ο ψηλότερο καμπαναριό στην Ευρώπη. Από την κορυφή του μπορείτε να δείτε την Αδριατική θάλασσα και, ιδιαίτερα όταν έχει καθαρή ατμόσφαιρα ακόμα και τα βουνά της Αλβανίας


ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Η εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Ειρήνη που ήταν πολιούχος και προστάτιδα της πόλης μέχρι το 1656. Μετά προστάτης είναι ο Άγιος Οράτιος (Sαντ Ορόντζο).
Χτίστηκε το 1591 και σχεδιάστηκε από τον Francesco Grimaldi.
Στη μέση παρατηρούμε το έμβλημα της πόλης (βελανιδιά & λύκος) και πιο ψηλά είναι μια ελληνική επιγραφή αφιερωμένη στην Αγία Ειρήνη "Ειρήνη παρθένες et μάρτυρες."
Η εκκλησία μπορεί να ονομαστεί μια πραγματική γκαλερί τέχνης, γιατί στεγάζει πολλά ανεκτίμητα έργα ζωγραφικής.

ΡΩΜΑΪΚΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ
Το 1938 κατά τη διάρκεια της κατασκευής του κτιρίου της Τράπεζας της Ιταλίας ανακαλύφθηκε το μοναδικό στην Απουλία ρωμαϊκό θέατρο.
Την περίοδο του φασισμού στο πλαίσιο της προσπάθειας του Μουσολίνι να συνδέσει τον εαυτό του με την μεγαλοσύνη της Αρχαίας Ρώμης εδόθη εντολή αμέσως να αρχίσουν οι ανασκαφές που διήρκεσαν μέχρι το 1940 από τον αρχαιολόγο του Σαλέντο (Salento), Cosimo De Giorgi
Προς το παρόν βλέπουμε μόνο το ένα τρίτο του συνόλου,  διότι το υπόλοιπο εξακολουθεί να είναι κρυμμένο κάτω από την πλατεία Sant'Oronzo.
Το σωζόμενο τμήμα του χωρητικότητας 25.000 θεατών ρωμαϊκού αμφιθεάτρου του 1ου αιώνα π.Χ. επί Τραϊανού από το οποίο σώζονται 12 πλήρεις σειρές καθισμάτων. Παρατηρούμε ότι η χαμηλότερες σειρές των καθισμάτων, είναι εν μέρει λαξευμένες στο βράχο.

ΚΙΟΝΑΣ του Αγίου Οράτιου (Σαντ΄Ορόντζο)
Ο κίονας ύψους 29 μέτρων (Δώρο από το Μπρίντιζι) που χρησίμευε κάποτε για να σηματοδοτεί το τέλος της Αππίας Οδού.
Στην κορυφή του είναι το χάλκινο άγαλμα του πρώτου επισκόπου της πόλης και πολιούχου Άγιου Οράτιου (Σαντ΄Οροντσο), που κοιτάει προς τα κάτω τους κατοίκους του Λέτσε, που φέρεται να τους έχει σώσει από την πανούκλα που ξέσπασε στην πόλη το 1656 σκοτώνοντας χιλιάδες κατοίκους.
Ο Άγιος Ορόντσο  διορίστηκε επίσκοπος του Λέτσε από τον Απόστολο Παύλο που υπήρξε μαθητής του το 54 μ.χ. και που είχε μαρτυρικό θάνατο κατά τη διάρκεια των διώξεων του Νέρωνα το 66 ή το 68 μ.Χ. 

ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ του ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ (San Marco)
Το εκκλησάκι του Ευαγγελιστή Μάρκου (San Marco) χρονολογείται περίπου στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα και παρατηρούμε το λιοντάρι (που σύμφωνα με μία παράδοση είχε θεραπεύσει ο ίδιος). Χτίστηκε από τους Βενετούς για να χαρακτηρίσει τις σχέσεις μεταξύ των Γαληνοτάτης  και Λέτσε. Η εκκλησία είναι σήμερα το κέντρο της Εθνικής Ένωσης των στρατιωτών και των Βετεράνων.



ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ (Santa Maria delle Grazie)
Απέναντι βρίσκεται η μπαρόκ εκκλησία της Santa Maria delle Grazie, πίσω από την οποία βρίσκεται το κάστρο του 16 αιώνα.  Η εξωτερική οχύρωση του, είναι περίπου 1 χιλιόμετρο και χτίστηκε από τον Κάρολο Ε’  για να χρησιμοποιηθεί σαν στρατιωτική εγκατάσταση.

ΚΤΙΡΙΟ Sedile
είναι το μεγάλο κτίριο που χτίστηκε το 1592 και χρησιμοποιήθηκε για την εγκατάσταση και την λειτουργία του τοπικού συμβουλίου μέχρι 1852


ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ( Chiesa di Santa Croce ).
Το εντυπωσιακό ιερό μπαρόκ στολίδι του Λέτσε.
Η οικοδόμηση της άρχισε το 1353 όταν ο WALTER BRIENNE ή ΔΟΥΚΑΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ (η πόρτα του Δούκα των Αθηνών στο  Palazzo Vecchio)  είχε ιδρύσει ήδη το μοναστήρι το 14ο αιώνα, αλλά στα μέσα του 16ου αιώνα, αποφάσισε να μετατρέψει την περιοχή σε ένα μνημειακό χώρο.
Για να βρεί τότε το οικόπεδο επίταξε τον χώρο που ήταν σπίτια των Εβραίων που είχαν εκδιωχθεί από την πόλη το 1510  αλλά η κατασκευή του διακόπηκε σχεδόν αμέσως λόγω του αιφνίδιου θανάτου  του.
Το 1549 ξεκινάει πάλι η οικοδόμηση με την βοήθεια των σημαντοκότερων αρχιτεκτόνων της εποχής εκείνης του Σαλέντο Gabriele Riccardi, Giuseppe Zimbalo και Cesare Πέννα
Το έργο ολοκληρώθηκε σε ένα αιώνα το 1679.
Το 1606, ο Francesco Zimbalo αναλαμβάνει την υλοποίηση της κυρίας εισόδου με τα 2 ζεύγη κορινθιακούς κίονες και στην κορυφή το οικόσημο του Φιλίππου Γ΄ της Ισπανίας.
Τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό είναι ορατές επεμβάσεις όλων των σημαντικών αρχιτεκτόνων που εργάστηκαν στην πόλη και δημιούργησαν μια τοπική εκδοχή του Μπαρόκ (Barocco Lecesse).
Η ιδιαίτερα εντυπωσιακή πρόσοψη διακοσμείται με μικρούς διπλούς κίονες, κίονες που έχουν κιονόκρανα με μορφές ανθρώπων και ζώων, μεγάλο ρόδακα και μικρούς άτλαντες πλαισιώνεται από κόγχες με αγάλματα του San Benedetto και του San Celestino (της πίστης και της φιλανθρωπίας)και επάνω αριστερά το άγαλμα δεξιά της MΑΡΙΑ D' ΕNGHIEN και του BRIENNE ή ΔΟΥΚΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ αριστερά.
Το ίδιο εντυπωσιακό είναι και το εσωτερικό της εκκλησίας με τους περίτεχνους κίονες, τα 14 παρεκκλήσια, τα αγάλματα και τις γύψινες διακοσμήσεις.






ΜΠΑΡΙ


Η πρωτεύουσα της Απουλίας είναι η δεύτερη (μετά την Νάπολη) μεγαλύτερη πόλη της νότιας Ιταλίας (350.000 κάτοικοι ενώ μαζί με τα προάστια φτάνει τους 700.000) και μαζί με το Μπρίντιζι, το κυριότερο λιμάνι της νότιας Αδριατικής. Επίσης είναι έδρα αρκετών πανεπιστημιακών σχολών στις οποίες μεταξύ των ετών 1970 - 2005 φοιτούσε μεγάλος αριθμός Ελλήνων φοιτητών.
Επίσης, ήταν σημείο εκπομπής προπαγανδιστικού φασιστικού ραδιοφωνικού σταθμού που εξέπεμπε στις αρχές του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου προς την Ελλάδα.

Η ιστορία της πόλης αρχίζει το 1500 Π.Χ. περίπου, όταν Ιάπυγες, ιλλυρικής καταγωγής, εγκαθίστανται εδώ και αναπτύσσουν εμπορικές σχέσεις με Μυκηναίους και Μινωΐτες.

Η πρώτη περίοδος άνθησης της πόλης ήρθε μετά την κατάκτηση της από τους Ρωμαίους, τον 3ο αιώνα π.Χ., όταν το λιμάνι της πόλης αξιοποιήθηκε για τα ταξίδια και τις εκστρατείες στην Ανατολή.

Μετά την κατάκτηση του από τους Λομβαρ­δούς, το Μπάρι πέρα­σε για μικρό Διάστημα στα χέρια των Αράβων και, από το 875, των Βυζαντινών.

Μετά από τριετή αποκλεισμό του λιμανιού της, η τελευταία βυζαντινή πόλη στην Κάτω Ιταλία παραδόθηκε το 1071 στον Νορμανδό Ροβέρτο Γυισκάρδο, ο οποίος έθεσε έτσι τέρμα στη Βυζαντινή παρουσία στην Ιταλία.
Οι Σταυροφόροι, που επιβιβάζονταν στο λιμάνι της πόλης για τους Αγίους Τόπους, και οι χιλιάδες χριστιανοί από τη δυτική Ευρώπη, την Ελλάδα και την Ανατολή που έρχονταν για να προσκυνήσουν το σκήνωμα του Αγίου Νικολάου, ήταν οι δυο βασικότεροι λόγοι της μεγάλης ανάπτυξης που γνώρισε το Μπάρι την εποχή της κυριαρχίας των Νορμανδών, τον 12ο αιώνα.
Το κάστρο καταλαμβάνει το νοτιοδυτικό άκρο της παλαιάς πόλης, απέναντι από το σύγχρονο λιμάνι. Χτίστηκε από τον Ρογήρο Β', ανοικοδομήθηκε από τον Φρειδερίκο Β' το 1233-39 και συμπληρώθηκε με ισχυρούς προμαχώνες τον καιρό της Ισαβέλλας της Αραγονίας τον 16ο αιώνα


Σύγχρονη Ιστορία της Πόλης
Η σύγχρονη ιστορία του Μπάρι αρχίζει με τη θεμελίωση της «νέας πόλης», το 1813, από τον Γάλλο στρατηγό Μυρά, ο οποίος είχε διαδεχτεί στο θρόνο της Νεάπολης τον Ιωσήφ Βοναπάρτη.

Ο Μυρά είχε προσπαθήσει να ξεσηκώσει τους κατοί­κους της νότιας Ιταλίας κατά των Βουρβόνων, οι οποίοι όμως επέστρεψαν στη Νεάπολη το 1815, όπου και παρέμειναν έως την ενσωμάτωση της νότιας Ιταλίας στο ιταλικό βασίλειο, το 1860.
Η παλαιά πόλη του Μπάρι βρίσκεται σε ακρωτήριο, μεταξύ του παλαιού και του νέου λιμανιού. Εδώ, σε δαιδαλώδη στενά σοκάκια που προφύλασσαν από τους εχθρούς και τους ισχυρούς ανέμους, βρίσκονται όλα τα μεσαιωνικά αξιοθέατα της πόλης.
Το αρχικό κτίσμα, που ξεχωρίζει εύκολα από τις προσθήκες του 16ου αιώνα, βρίσκεται στο κέντρο της συνολικής κατασκευής, που έχει σχήμα τραπεζοειδές. Σε ανακατασκευασμένες αίθουσες λειτουργεί έκθεση γύψινων εκμαγείων από γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη ρομανικών μνημείων της Απουλίας.

Ο καθεδρικός ναός της πόλης βρίσκεται νότια από τη βασιλική του Αγίου Νικολάου και ανατολικά από το κάστρο. Χτίστηκε μεταξύ του 12ου και 13ου αιώνα, στη θέση παλαιότερου βυζαντινού ναού που είχαν καταστρέψει το 1156 (όπως και το μεγαλύτερο μέρος της πόλης) οι Νορμανδοί.

Ο ναός στα βασικότερα σημεία του αντιγράφει αυτόν του Αγίου Νικολάου. Στη βόρεια αψίδα σώζονται ίχνη αγιογράφησης του 13ου-14ου αιώνα, ενώ σε ορισμένα σημεία του δαπέδου είναι ορατά ίχνη από το ψηφιδωτό του προγενέστερου βυζαντινού ναού.
Πολύ σημαντική είναι και η συλλογή της Επαρχιακής Πινακοθήκης, η οποία περιλαμβάνει έργα καλλιτεχνών που έζησαν ή εργάστηκαν στη νότια Ιταλία από τον 11ο έως τον 19ο αιώνα

Στα πιο φημισμένα έργα της συλλογής συγκαταλέγονται ο Άγιος Πέτρος, έργο του Τζοβάνι Μπελίνι για το ναό του Άγιου Δομήνικου της Νεάπολης (αιθ. 3), η Παναγία ένθρονη με αγίους του Πάολο Βερονέζε (αιθ. 6), ο Άγιος Ρόκος του Τιντορέτο (αιθ. 6) και ο Άγιος Πέτρος της Αλκαντάρα του Λούκα Τζορνιάνο (αιθ. 13). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Έλληνες έχει και η αίθουσα 5, όπου εκτίθενται έργα ζωγράφων που ήρθαν στην Απουλία από την Ανατολή μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453.


Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

Στο βορειοανατολικό τμήμα της παλαιάς πόλης βρίσκεται η βασιλική του Αγίου Νι­κολάου (San Nikola), (όπου τα λείψανα του Αγίου του Μυροβλύτη, φυλάσσονται στην κρύπτη του ναού).

Ο ναός απο­τέλεσε πρότυπο για όλους τους μετέπειτα ναούς που χτίστηκαν στην Απουλία.
Πρόκειται για αριστούργημα της Ρομανικής τέ­χνης με το χαρακτηριστικό της πρόσο­ψης, τους μεγάλους και περίτεχνους ρόδακες, στο οποίο έχουν ενσωμα­τώσει, με πολύ διακριτικό τρόπο, και επιρροές από την Κλασική, τη Βυζαντινή και την Αραβική τέ­χνη.

Η τεράστια σε όγκο τρίκλιτη βασιλική άρχισε να χτίζεται το 1087 για να στεγάσει τα λείψα­να του Αγίου Νικολάου, τα οποία ναυτικοί από το Μπάρι έκλεψαν από τα Μύρα της Μι­κράς Ασίας. Κατ΄ άλλους τα έκλεψαν οι σταυροφόροι κατά την 1η σταυροφορία και σε μία άλλη εκδοχή μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, ένας παπικός ιερέας, (ο Αβάς Ηλίας) από το Μπάρι για να τα «σώσει» από τους Άραβες που κατέστρεφαν την περιοχή, μετέφερε το λείψανο του αγίου εδώ.
Τα λείψανα του Αγίου τα πούλησε αργότερα ο πάπας στους Ρώσους. Κατόπιν στο Κίεβο, οι Ρώσοι το μοίρασαν σε πολλά τεμάχια. Λείψανα του Αγίου Νικολάου, πήραν και οι Άγγλοι οι οποίοι τον θαύμαζαν για τα θαύματα, που έκανε. Ο πάπας είχε κρατήσει το δεξί του χέρι, αλλά αργότερα, το 1520, το πούλησε και αυτό στον ηγεμόνα της Βλαχίας. Σώζεται στο Βουκουρέστι, μέσα στο ναό του Αγίου Νικολάου.

Στο εσωτερικό της εκκλησίας, που χωρίζεται σε τρία κλίτη με μαρμάρινους κίονες, αξίζει να δείς τον επισκοπικό θρόνο, τη θολωτή κατασκευή πάνω από την αγία τράπεζα (κιβώριο) και στη δεξιά αψίδα το τρίπτυχο του αγιογράφου από το Ηράκλειο της Κρήτης Ανδρέα Ρίτζου (1451).

Ο Αβάς Ηλίας ήταν ο πρωτεργάτης που έσπειρε αυτήν την ιδέα. Στο έργο «Θρύλος του Κιέβου» (περίπου το 1095) αναφέρεται ότι ο Άγιος Νικόλαος παρουσιάστηκε στο όνειρο ενός αγίου ιερέα από το Μπάρι και του ζήτησε να παρακινήσει τους συμπολίτες του να πάνε στα Μύρα και να φέρουν στην πόλη τους τα λείψανά του. Οι ντόπιοι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι αυτός ο άγιος ιερέας είναι ο Ηλίας.

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

ΜΑΤΕΡΑ (Matera)



Μικρογραφία της Καππαδοκίας στη Μεσόγειο

Η Ματέρα είναι μία πόλη της Νότιας Ιταλίας που κλείνει στους τοίχους και στις σπηλιές της ολόκληρη την ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης πάνω στον πλανήτη.
Τα παλαιότερα ευρήματα σ’ αυτήν τη μικρή πόλη χρονολογούνται σχεδόν 400.000 χρόνια, από την Παλαιολιθική Εποχή, αλλά ο μεγαλύτερος πλούτος ευρημάτων ανάγεται στη Νεολιθική και μεταγενέστερα.
Από το 1993 η αρχαία πόλη προστατεύεται από την ΟΥΝΕΣΚΟ ως πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας ως εξαιρετικό δείγμα τρωγλοδυτικής εγκατάστασης στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, απόλυτα προσαρμοσμένης στο έδαφος και το οικοσύστημα, στην οποία ανακαλύφθηκαν ίχνη αντιπροσωπευτικά σημαντικών σταδίων της ανθρώπινης ιστορίας και εξέλιξης.
Εδώ έγιναν τα γυρίσματα από τις ταινίες «Κατά Ματθαίον» του Παζολινι και τα «Πάθη» του Μελ Γκίμπσον …
Η πόλη είχε αισθητή και σημαίνουσα παρουσία ήδη από τον 6ο π.Χ. αι. ως τμήμα της ενδοχώρας της Μεγάλης Ελλάδας.
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους οχυρώθηκε το κέντρο της, η Πολιτεία, στην κορυφή ενός υψώματος 400 μέτρων, και κάτω ακριβώς από τα τείχη δημιουργήθηκαν δύο συνοικίες, σκαμμένες στον μαλακό, ασβεστώδη βράχο:

Tο Sasso Caveoso (Σπηλαιώδης Βράχος) στα νότια και
Tο Sasso Barisano (Βράχος του Μπάρι ή κατ’ άλλη εκδοχή των Βαρισίων, επιφανούς οικογένειας της Ρώμης) στα βορειοδυτικά της Πολιτείας.

Λόγω της μαλακής σύστασης του βράχου οι τότε κάτοικοι είχαν δημιουργήσει ένα αξιοθαύμαστο και καλά μελετημένο δίκτυο δεξαμενών μέσα στην πέτρα με αρχικό σκοπό την περισυλλογή νερού, τόσο από τις ελάχιστες βροχές όσο και από τη φυσική υγρασία, για την αντιμετώπιση παρατεταμένων περιόδων ανομβρίας στην περιοχή.
Παράλληλα χρησιμοποιούσαν τις ήδη υπάρχουσες σπηλιές, τις οποίες επεξέτειναν σκάβοντας τόσο σε οριζόντια όσο και σε κάθετη διάταξη, ως αποθηκευτικούς χώρους και στάβλους.
Στα μέσα του 6ου αιώνα, το 551μ.Χ,  ο Ιουστινιανός ανέθεσε στο Ναρσή την αρχιστρατηγία για την εξόντωση των Γότθων, οι οποίοι λυμαίνονταν την Ιταλία. Μετά από αλλεπάλληλες μάχες οι Γότθοι νικήθηκαν τον Οκτώβριο του 552 στην περιοχή της Πομπηίας, ενώ οι διάσπαρτες φρουρές τους παραδόθηκαν σταδιακά μέχρι και το 562 μ.Χ., οπότε και όλη η Ιταλία βρέθηκε υπό την εξουσία των Βυζαντινών.  Όμως τον 7ο αιώνα κατά την περίοδο του Λέοντος του Γ΄, το 726 μ.Χ., είχε ξεκινήσει στο Βυζάντιο η περίοδος της Εικονομαχίας (726-843 μ.Χ.), η οποία προκάλεσε τη διαίρεση της βυζαντινής κοινωνίας και τις σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ εικονομάχων (εικονοκλαστών) και εικονολατρών.
Η διαμάχη, που έφτασε στα όρια εμφύλιου πολέμου, ανάγκασε χιλιάδες μοναχούς, τους λεγόμενους Βασιλειανούς, να μεταναστεύσουν από την Συρία και την Καππαδοκία και να εγκατασταθούν στη Νότιο Ιταλία, δίνοντας νέα ώθηση στην ελληνικότητα της περιοχής. Οι Βασιλειανοί μοναχοί (ο μεγάλος ιστορικός Βασίλιεφ ανεβάζει σε 50.000 τους μοναχούς τούτους που πήραν ανα­γκαστικά το δρόμο της ξενιτιάς),αλλά και οι ιερείς με τις οικογένειες τους που εγκαταστάθηκαν εδώ στη νότιο Ιταλία, (συχνά σε υπόσκαφες πολιτείες), αντιγράφοντας τον τρόπο ζωής τους από την Καππαδοκία και τη Συρία, ενώ αναβίωσαν συγχρόνως την Ορθόδοξη εκκλησία και το λειτουργικό τυπικό της. Αυτά τα σημαντικά πολιτιστικά και θρησκευτικά στοιχεία τα συναντάμε  στις περιοχές της Μασάφρα (Massafra), της Μότολα (Mottola) και της Ματέρα (Matera).
Περισσότερες από 100 εκκλησίες της πόλης είναι κατά ένα τμήμα τους εντελώς μέσα στους βράχους.
Η επικυριαρχία του Βυζαντίου,  κράτησε έως το 10ο αιώνα όπου το 1071, όταν οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Μπάρι (Bari), η βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία καταλύθηκε οριστικά.
 Η χρυσή εποχή της Ματέρας ανέτειλε το 1663, όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της επαρχίας της Μπαζιλικάτα και έδυσε το 1803, όταν το κέντρο της επαρχίας μεταφέρθηκε στην Ποτέντσα.
Από τότε και έπειτα από μία  παρατεταμένη περίοδο βαθιάς παρακμής οδήγησε τους κατοίκους της πόλης στα όρια της εξαθλίωσης. Λόγω της στέρησης της διοικητικής της θέσης και των προνομίων που αυτή συνεπαγόταν, αλλά και εξαιτίας της κρίσης της αγροτικής οικονομίας με την έλευση της βιομηχανικής εποχής, η φτώχεια έπληξε τη Ματέρα.
Οι σπηλιές που άλλοτε χρησίμευαν μόνο ως αποθήκες, στάβλοι και δεξαμενές, σταδιακά άρχισαν να φιλοξενούν ολόκληρες οικογένειες μαζί με όλο τους το βιος και τα ζωντανά τους.
Από τα περισσότερα από 3.000 σπίτια των συνοικιών της πόλης πιο πολλά από τα μισά ήταν κυριολεκτικά σπηλιές στο βράχο, τα υπόλοιπα είχαν και ένα χτισμένο τμήμα στο εξωτερικό του και μόνο το 10% ήταν κανονικά οικοδομήματα.
Η ζωή μέσα στις σπηλαιώδεις αυτές κατοικίες φαντάζει απίστευτη. Σε μια κατοικία που έχει διατηρηθεί όπως ήταν πριν από την οριστική εκκένωση, άνθρωποι, ζώα, εργαλεία, φαγώσιμα και χρηστικά αντικείμενα βρίσκονταν στον ίδιο ενιαίο χώρο, με μια μικρή μόνο εσοχή για αγροτικά σύνεργα ή τη γούρνα του νερού.
Τα παιδιά, συνήθως πάνω από 3, κοιμούνταν στο κρεβάτι με τους γονείς, σε άλλα έπιπλα που είχαν διπλή χρήση ή και στα συρτάρια(!) ενώ η υγρασία της πέτρας και η έντονη μυρωδιά διαπερνάει το σώμα ακόμη και κατά την ολιγόλεπτη επίσκεψη. Το σκηνικό της εγκατάλειψης συμπληρωνόταν και από την έλλειψη κρατικών παροχών, όπως ηλεκτρισμός και αποχετευτικό σύστημα μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα.
Το τέλος της τρωγλοδυτικής ζωής για τους κατοίκους των Σάσι της Ματέρας ήρθε το 1952, όταν ο τότε ισχυρός πολιτικός άνδρας Aλντιντσε ντε Γκάσπαρι, εντυπωσιασμένος από τις περιγραφές του Κάρλο Λέβι στο βιβλίο «Ο Χριστός σταμάτησε στο Eμπολι» επισκέφθηκε τη Ματέρα και εξέδωσε άμεσα μια σειρά από ειδικούς νόμους βάσει των οποίων 15.000 κάτοικοι των Σάσι μεταφέρθηκαν σε καινούργιες συνοικίες της Πολιτείας που δημιουργήθηκαν σύμφωνα με ειδικό ρυθμιστικό αρχιτεκτονικό σχέδιο για την ανακούφιση της περιοχής.
Η εκκένωση των σπηλαίων διήρκεσε από το 1953 μέχρι το 1968, οπότε και η ιδιοκτησία των σπηλαιωδών κατοικιών πέρασε στο κράτος, το οποίο από το 1986 η κυβέρνηση άρχισε να παραχωρεί τη χρήση των σπηλαίων σε ιδιώτες για 99 χρόνια με τον όρο της -επιδοτούμενης σε ποσοστό από 40% μέχρι 60%- αναπαλαίωσής τους.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Στερνατία



Ένα απο τα Ελληνόφωνα χωριά της Σαλεντινής Ελλάδας είναι η Στερνατία. Το όνομα αυτό μπορεί να προέκυψε από τις ατέλειωτες στέρνες που υπάρχουν στην περιοχή.
Η παράδοση όμως αναφέρει ότι κι εκεί στα παλιά χρόνια είχαν τη συνήθεια να μοιρολογάνε τους νεκρούς οι «πρεφίκες» ή «ρεπούτες» όπως άλλωστε γινόταν και σ' όλη τη γη τού Οτράντο.
Επειδή αυτές χτυπούσαν το στέρνο τους την ώρα πού έθαβαν τους νεκρούς, όπως περιγράφει ό Όμηρος την ταφή τού Έκτορα στην Τροία, πήρε το όνομα από το στέρνο και τύπτω.
Οι Έλληνες την κατοίκησαν από τότε πού σιγά-σιγά οι μεγάλες πόλεις διαλύονταν. Ή παράδοση λέει ακόμα πώς επτά πόλεις μαζεύτηκαν στην Στερνατία, πού την έκαναν φρούριο για να προστατευτούν.
Και πάνω στην πόρτα του έγραψαν τη λέξη πού σώζεται ακόμα ΦΙΛΙΑ
Πλάι στη λέξη αυτή είναι ένας χάρτης, πού γράφει την ένωση των επτά πόλεων, και ένας δράκος πού σημαίνει τη δύναμη στην ένωση και την φιλία πού κλείνει ή πόρτα αυτή της προστασίας.
Το 1480 πολιορκήθηκε από τους Τούρκους πού τελικά την νίκησαν και την καταστρέψανε. Γι' αυτό και δεν έχει ή πόλη να δείξει σπουδαία Ελληνικά μνημεία, γιατί τα παλάτια των αρχόντων, πού σώζονται και το μοναστήρι των Ντομενικάνων καλόγερων, είναι του 16ου αιώνα.
Η εκκλησία έχει καμπαναριό σε στυλ μπαρόκ όπως και οι άλλες Σαλεντίνικες πόλεις..
Το ορθόδοξο δόγμα στη Στερνατία άρχισε να πολεμιέ­ται από τους λατίνους παπάδες από τον 15ο αιώνα, άλλα άντεξε εκεί ως τον 17ο.
Το 1608 στη Στερνατία, όπως φαίνεται από εκκλησιαστικά ντοκουμένα, ήταν ένας λατίνος εφημέριος και οκτώ κληρικοί Έλληνες (κιέρικοι, όπως τους έλεγαν). Σιγά-σιγά έγινε το αντίθετο... λιγόστευαν οι κληρικοί και το 1627 έμεινε μόνο ένας Έλληνας παπάς ώσπου χάθηκε κι αυτός.
Γι' αυτό ακόμα μέχρι σήμερα στη Στερνατία ακούς τους γέρους να σου μιλάνε για τα δικά τους με παραβολές τού Ευαγγελίου στα Ελληνικά.
ΣΤΕΡΝΑΤΙΑ 1990. Συνάντηση στο σύλλογο "ΧΩΡΑ ΜΑ"
Οι κάτοικοι, 3500 περίπου, ζουν από τα προϊόντα πού οι ίδιοι παράγουν στα καμίνια πού είναι εκεί γύρω ψήνοντας τούβλα για τα σπίτια, βάζα, πιάτα και διάφορα είδη λαϊκής
Η μετανάστευση έκανε μεγάλο κακό στον Ελληνισμό της Στερνατίας.

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Χοροί και τραγούδια του Σαλέντο


Ταραντέλα  « Ταραντέλα Πίτσικα »

   Η «Ταραντέλα Πίτσικα» είναι ο πιο χαρακτηριστικός τελετουργικός χορός και χορός της έκστασης της κάτω Ιταλίας. Ο παραδοσιακός χορός της κάτω Ιταλίας, η ταραντέλα, συνδέεται μα την αρχαία ελληνική αποικία του Τάραντα και στον πυρήνα των ελληνόφωνων χωριών του Σαλέντο.
Συνδέεται λοιπόν με ένα φαινόμενο που ονομαζόταν ταραντισμός. Ο ταραντισμός ήταν μια μορφή κρίσης μανίας που θεωρούσαν ότι οφειλόταν στο τσίμπημα μιας αράχνης για αυτό και ονομάζεται και ταραντέλα πίτσικα από το πιτσικάρε - τσιμπάω. Η Λικόσα ταραντούλα θεωρούσαν ότι τσιμπούσε κάποιον χωρικό μέσα στα χωράφια. Και για να θεραπευτεί κάποιος που τον είχε τσιμπήσει γινόταν ένας μουσικός εξορκισμός.
Ειδικοί οργανοπαίχτες πήγαιναν στο σπίτι του άρρωστου και άρχιζαν να παίζουν 12 διαφορετικά μοτίβα. Στην αντίστοιχη μελωδία που θεωρούσαν ότι αντιστοιχεί στο μέγεθος και στο χρώμα της αράχνης που τον τσίμπησε ο άρρωστος άρχιζε να χτυπιέται και ξεκινούσε έναν ξέφρενο μιμητικό χορό που μιμούνταν τις κινήσεις της αράχνης. Αυτό μπορούσε να κρατήσει και 3 ολόκληρες μέρες χωρίς διακοπή. Αυτός έπεφτε στο πάτωμα κουρασμένος και εξουθενωμένος αλλά θεραπευμένος.
Το φαινόμενο του ταραντισμού παρουσίασε πολύ μεγάλη έξαρση στο χορό της κάτω Ιταλίας και κυρίως με επίκεντρο τα ελληνόφωνα χωριά. Αρκετές κινήσεις θυμίζουν εικόνες από αρχαία αγγεία σε χορό και οι γυναίκες κυρίως είναι αυτές που παίρνουν το ταμπορέλλο το ντέφι, το οποίο στην αρχαία Ελλάδα το έπαιζαν οι βακχίδες οι ακόλουθες του Διόνυσου.
Στα ελληνόφωνα χώρια συμπτώματα του ταραντισμού αναφέρονται μέχρι και την δεκαετία του 60 και οι κοινωνικές συνθήκες στα επόμενα χρόνια έπαψαν να ευνοούν τέτοιου είδους δρώμενα.
Οι Ταμπουρελίστοι του Τορεπαντούλι
Στις 29 Ιουνίου κάθε χρόνο στη γιορτή του αγίου Παύλου, θα ακούσουμε στο τραγούδι να αναφέρεται «ο άγιος Παύλος». Συγκεντρώνονταν στην Στερνατία οι γεροντότεροι Ταραντάτοι όλοι αυτοί που χόρεψαν παλαιά και είχαν αυτή τη μορφή κρίσης και κάνουν ένα λαϊκό προσκύνημα στην περιοχή της ελληνόφωνης περιοχής.
Οι χορευτές και χορεύτριες παίζουν παρά πολύ με τα χρώματα κάθε πανί διαφορετικού χρώματος που κρατάνε αναφέρεται σε αράχνη διαφορετικού χρώματος.
Όμως τι υποδηλώνει το τσίμπημα της αράχνης;
Η χερσόνησος του Σαλέντο είναι η γη του επαναλαμβανόμενου τσιμπήματος σύμφωνα με τον ιταλό εθνογράφο Ernesto de Martino. Μία γη με τόσα προβλήματα αδύναμη να  προσφέρει ασφάλεια και προστασία στον πληθυσμό της. 



Τραγούδια της Grecia Salentina (Ελλάδα του Σαλέντο) στα ελληνόφωνα χωριά της κάτω Ιταλίας.

 
Ποιος ξέρει χελιδόνι μου (Aremu Rintineddha)

Παραδοσιακή μουσική                                       Στίχοι του Τζιουζέπε Απρίλε

Ποιος ξέρει χελιδόνι μου
Ποια θάλασσα σε φέρνει
Από πούθε φτάνεις
Με τον καλό καιρό

Έχεις το στήθος άσπρο
Και μαύρα τα φτερά
Σταυρό χρώμα της θάλασσας
Και την ουρά ανοιχτή

Μπρος στη θάλασσα εγώ
Στέκομαι και σε κοιτώ
Λίγο σηκώνεσαι ψηλά, λίγο γέρνεις χαμηλά
Λίγο αγγίζεις το νερό

Σε ρωτώ για τη μάνα μου
Και για όλη τη γειτονιά
Αν είχες μιλιά    
Πόσα θα ‘χες να μου πεις.

Μα συ τίποτα δε μου λες
Όσο κι αν σε ρωτώ
Λίγο σηκώνεσαι ψηλά, λίγο γέρνεις χαμηλά
Λίγο αγγίζεις το νερό


 
 Καληνύχτα (Kali nifta)

Παραδοσιακή μουσική                                     στίχοι του Βίτο Ντομένικο Παλούμπο

Διασκευή Πιερ πάολο Ντε Τζόρτζι και Τζίνο Ινγκρόσο                                                      

Τι γλυκιά που είν’ η νύχτα, τι ωραία
δεν κοιμάμαι μα σκέφτομαι εσένα
πίσω απ’ το παραθύρι σου αγάπη μου
της καρδιάς μου τον πόνο σου λέω.
Λαριλό λαριλό λολαλέρο

Έχω πάντα το νου μου σε σένα
γιατί εσένα ψυχή μου αγαπώ
κι όπου πάω όπου είμαι όπου στέκω
στην καρδιά μου πάντα εσένα βαστώ.
Λαριλό λαριλό λολαλέρο

 Μα εσύ δε μ’ αγάπησες μάτια μου,
Συ δεν πόνεσες ποτέ σου για μένα
Τα ωραία σου χείλη δεν άνοιξες
Να μου πεις λόγια αγάπης βλογημένα
Λαριλό λαριλό λολαλέρο

Καληνύχτα, σ’ αφήνω και φεύγω
Συ κοιμάσαι κι εγώ υποφέρω
Μα όπου πάω όπου φεύγω όπου στέκω
Στην καρδιά μου πάντα εσένα βαστώ.
Λαριλό λαριλό λολαλέρο   

                    


Νύχτα αγάπης (nitta a tse agapi)
   
                                                                                                  στίχοι του Αντόνιο Άνκορα
μουσική του Πιερπάολο Ντε Τζόρτζι  

Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Όπα, όπα, όπα οπ (τρις)

Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Χορέψτε, τραγουδήστε
Γυναίκες, άντρες και παιδιά
Χορέψτε, τραγουδήστε
Να ζήσει η γκρίκο στην Γρετσία
Να ζήσει η γκρίκο στην Γρετσία

Νύχτα με αγάπη
Νύχτα με χορό
Κλαίω και τραγουδώ
Την αγάπη που βαστώ
Για να ζήσει στην καρδιά
Η γκρίκο η λαλιά (δις)
Κλαίω κλαίω και τραγουδώ
Σε γλώσσα γκρίκο τραγουδώ (δις)
Με χαρά και ευτυχία
Βρίσκουμε την αρμονία (δις)
Που ‘χαμε μια φορά
Μια φορά μες στην Γρετσία (δις)

Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Όπα, όπα, όπα οπ (τρις)

Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Χορέψτε, τραγουδήστε
Γυναίκες, άντρες και παιδιά
Χορέψτε, τραγουδήστε
Να ζήσει η γκρίκο στην Γρετσία
Να ζήσει η γκρίκο στην Γρετσία
Λόγια αγάπης
Γυναίκες και κρασί
Μου καίνε την καρδιά
Το μυαλό, την ψυχή
Η γκρίκο φωτίζει το μυαλό
Κλαίω, κλαίω και τραγουδώ (δις)
Για να ζήσει στην καρδιά
Η γκρίκο η λαλιά (δις)
Κλαίω κλαίω και τραγουδώ
Με λόγια γκρίκα τραγουδώ (δις)
Με χαρά και ευτυχία
Βρίσκουμε την αρμονία (δις)
Που ‘χαμε μια φορά
Μια φορά μες στην Γρετσία (δις)



 
Γυναίκες, κρασί, πίτσικα (Ghinekes krasi)

μουσική του Πιερπάολο Ντε Τζόρτζι                                στίχοι του Αντόνιο Άνκορα
 
Για σένα τραγουδώ ωραία κοπελιά, 
Τραγουδώ την αγάπη με πόνο
Ελάτε κοπέλες, ελάτε, ελάτε
Να χορέψουμε πίτσικα όλη τη νύχτα.
Εγώ τραγουδώ με λόγια θερμά
Να ζήσει η γκρίκο η λαλιά.

Για σένα τραγουδώ ωραία κοπελιά
Τραγουδώ την αγάπη με πόνο
Τραγουδώ, τραγουδώ πάντα γι αγάπη
Τραγουδώ, τραγουδώ πάντα γι αγάπη
Τραγουδώ, τραγουδώ, πάντα γι αγάπη
Θέλω εγώ να τραγουδώ.

Ελάτε κοπέλες ελάτε ελάτε
Να χορέψουμε την πίτσικα
Πίτσικα πίτσικα όλη τη νύχτα
Πίτσικα πίτσικα όλη τη νύχτα
Πίτσικα πίτσικα όλη τη νύχτα
Πίτσικα πίτσικα με χαρά
                          
Γυναίκες και κρασί
Τι θέλουμε άλλο απ’ τη ζωή
Για να σβήσει η φωτιά
Που ‘χουμε μέσα στην καρδιά
Για να σβήσει η φωτιά
Που ‘χουμε μές στην καρδιά

Γυναίκες, κρασί
Τι θέλουμε άλλο απ’ τη ζωή
Για να σβήσει η φωτιά
Που ‘χω μέσα στην καρδιά
Για να σβήσει η φωτιά
Που ‘χω μέσα στην καρδιά

Μες στη μέση του χορού θωρώ εσένα
Να σε φιλήσω ήθελα εγώ
Τραγουδώ τραγουδώ πονεμένα
Τραγουδώ τραγουδώ πονεμένα
Τραγουδώ τραγουδώ πονεμένα
Με λόγια αγάπης τραγουδώ

Να ζήσει η γλώσσα μου ήθελα εγώ
Γκρεκιά κοπέλα σ’ αγαπώ
Τραγούδια τραγούδια τραγουδώ
Τραγούδια τραγούδια τραγουδώ
Τραγούδια τραγούδια τραγουδώ
Να ζήσει η γλώσσα μου ζητώ.

Πίτσικα και χορό
Τα τραγούδια είναι νερό
Να σβήσει τη φωτιά
Που καίει την κοπελιά
Να σβήσει τη φωτιά
Που καίει την κοπελιά

 
Ο εθνομουσικολόγος Πιέρ Πάολο ντε Τζόρτζι και το συγκρότημα «οι ταμπουρελίστι του Τορεπαντούλι»

Tο  Palèo cerò
Η συλλογή To palèo cerò του συγκροτήματος I Tamburellisti di Torrepaduli είναι ένα νεωτεριστικό έργο που εντάσσεται στο μουσικό και πολιτιστικό corpus της Ελληνοσαλεντινής παράδοσης και της ευρύτερης περιοχής του Σαλέντο.
Το συγκρότημα, ιδιαίτερα γνωστό στην Ιταλία και την Ελλάδα, που επανέφερε στο μουσικό προσκήνιο την πίτσικα πίτσικα διασκευάζοντάς την σε σύγχρονο είδος μουσικής, χρησιμοποιεί το όνομα Torrepaduli για την υψηλή συμβολική του αξία, καθώς πρόκειται για ένα χωριό του νότιου Σαλέντο, μιας περιοχής όπου πριν από λίγους αιώνες ομιλείτο η γκρίκο.
Το όνομα επαναφέρει αρχαίες μνήμες της νότιας Απουλίας, και συγκεκριμένα την πίτσικα πίτσικα με το παραδοσιακό ταμπουρέλο και το συμβολικό χορό των σπαθιών πίτσικα σκέρμα.
Παρότι ανήκει σε σαφώς παραδοσιακό πλαίσιο, το γκρουπ είναι αυθεντικό και νεωτεριστικό, υπό την έννοια ότι προτείνει νέες ερμηνείες και, πάνω απ’ όλα, συνθέτει νέες μελωδίες και στίχους, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά υλικό που αντλεί τις ρίζες του στην τοπική παράδοση.
Πρόκειται για μια αρχαία διονυσιακή μουσική, που ανιχνεύθηκε διεξοδικά με τις αισθητικές και εθνομουσικολογικές έρευνες του Πιερπάολο Ντε Τζόρτζι.
Τα βήματα και οι χορευτικές κινήσεις, τα μουσικά όργανα, τα μελωδικά και αρμονικά στοιχεία αυτής της μουσικής, που χρησιμοποιείτο ως θεραπεία για όσους πίστευαν πως είχαν τσιμπηθεί  από την μυθική αράχνη, ή φίδι, που ονομαζόταν ταράντα, αποκαλύπτουν βαθιές ρίζες που ανάγονται στον χώρο της  ελληνικής παράδοσης και  της Μεγάλης Ελλάδας (Magna Grecia).     
Η γκρίκο που χρησιμοποιείται στα κείμενα έχει ιδιαίτερη πολιτιστική και ιστορική σημασία. Κάποιες φορές εναλλάσσεται, με καλλιτεχνικό τρόπο, με φράσεις στην ιταλική γλώσσα για να γίνεται πιο εύκολα κατανοητή. Ουσιαστικά, αυτή η γλώσσα που αποτελεί, εν μέρει, τη γλώσσα των κλασσικών της Σαλεντινής παράδοσης, είναι πάνω απ’ όλα η ανανεωμένη και δυναμική γλώσσα  του Κοριλιανού ποιητή Αντόνιο Άνκορα, ενός σπουδαίου πολιτιστικού παράγοντα που με το σημαντικό του έργο αναγνωρίστηκε Πρεσβευτής του Ελληνισμού.
Ο Πιερπάολο Ντε Τζόρτζι μελοποίησε τους  ζωηρούς του στίχους και τους τραγουδά με έντονη, πονεμένη φωνή, ενώ οι Ρόκο Λούκα και Σαλβατόρε Κρούντο αναδεικνύουν το ρυθμό τους με τα υπέροχα παραδοσιακά ταμπουρέλι. Επίσης, η Ντόρα Ντε Βίτις και ο Ντονάτο Νούτσο, με βιολί και ακορντεόν αντίστοιχα, προσθέτουν μελωδία και αρμονία. Οι καλλιτεχνικές και ποιητικές συγκινήσεις αναμιγνύονται, εντέλει,  μ’ αυτές που προέρχονται από το εγχείρημα αναβίωσης της γκρίκο, μιας γλώσσας που ξαναζεί εδώ δυναμικά και διατηρεί το ρόλο της στις μεγάλες πνευματικές και επικοινωνιακές αξίες της υπέροχης μητέρας της, της Ελληνικής Γλώσσας.