Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

ΜΑΤΕΡΑ (Matera)



Μικρογραφία της Καππαδοκίας στη Μεσόγειο

Η Ματέρα είναι μία πόλη της Νότιας Ιταλίας που κλείνει στους τοίχους και στις σπηλιές της ολόκληρη την ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης πάνω στον πλανήτη.
Τα παλαιότερα ευρήματα σ’ αυτήν τη μικρή πόλη χρονολογούνται σχεδόν 400.000 χρόνια, από την Παλαιολιθική Εποχή, αλλά ο μεγαλύτερος πλούτος ευρημάτων ανάγεται στη Νεολιθική και μεταγενέστερα.
Από το 1993 η αρχαία πόλη προστατεύεται από την ΟΥΝΕΣΚΟ ως πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας ως εξαιρετικό δείγμα τρωγλοδυτικής εγκατάστασης στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, απόλυτα προσαρμοσμένης στο έδαφος και το οικοσύστημα, στην οποία ανακαλύφθηκαν ίχνη αντιπροσωπευτικά σημαντικών σταδίων της ανθρώπινης ιστορίας και εξέλιξης.
Εδώ έγιναν τα γυρίσματα από τις ταινίες «Κατά Ματθαίον» του Παζολινι και τα «Πάθη» του Μελ Γκίμπσον …
Η πόλη είχε αισθητή και σημαίνουσα παρουσία ήδη από τον 6ο π.Χ. αι. ως τμήμα της ενδοχώρας της Μεγάλης Ελλάδας.
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους οχυρώθηκε το κέντρο της, η Πολιτεία, στην κορυφή ενός υψώματος 400 μέτρων, και κάτω ακριβώς από τα τείχη δημιουργήθηκαν δύο συνοικίες, σκαμμένες στον μαλακό, ασβεστώδη βράχο:

Tο Sasso Caveoso (Σπηλαιώδης Βράχος) στα νότια και
Tο Sasso Barisano (Βράχος του Μπάρι ή κατ’ άλλη εκδοχή των Βαρισίων, επιφανούς οικογένειας της Ρώμης) στα βορειοδυτικά της Πολιτείας.

Λόγω της μαλακής σύστασης του βράχου οι τότε κάτοικοι είχαν δημιουργήσει ένα αξιοθαύμαστο και καλά μελετημένο δίκτυο δεξαμενών μέσα στην πέτρα με αρχικό σκοπό την περισυλλογή νερού, τόσο από τις ελάχιστες βροχές όσο και από τη φυσική υγρασία, για την αντιμετώπιση παρατεταμένων περιόδων ανομβρίας στην περιοχή.
Παράλληλα χρησιμοποιούσαν τις ήδη υπάρχουσες σπηλιές, τις οποίες επεξέτειναν σκάβοντας τόσο σε οριζόντια όσο και σε κάθετη διάταξη, ως αποθηκευτικούς χώρους και στάβλους.
Στα μέσα του 6ου αιώνα, το 551μ.Χ,  ο Ιουστινιανός ανέθεσε στο Ναρσή την αρχιστρατηγία για την εξόντωση των Γότθων, οι οποίοι λυμαίνονταν την Ιταλία. Μετά από αλλεπάλληλες μάχες οι Γότθοι νικήθηκαν τον Οκτώβριο του 552 στην περιοχή της Πομπηίας, ενώ οι διάσπαρτες φρουρές τους παραδόθηκαν σταδιακά μέχρι και το 562 μ.Χ., οπότε και όλη η Ιταλία βρέθηκε υπό την εξουσία των Βυζαντινών.  Όμως τον 7ο αιώνα κατά την περίοδο του Λέοντος του Γ΄, το 726 μ.Χ., είχε ξεκινήσει στο Βυζάντιο η περίοδος της Εικονομαχίας (726-843 μ.Χ.), η οποία προκάλεσε τη διαίρεση της βυζαντινής κοινωνίας και τις σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ εικονομάχων (εικονοκλαστών) και εικονολατρών.
Η διαμάχη, που έφτασε στα όρια εμφύλιου πολέμου, ανάγκασε χιλιάδες μοναχούς, τους λεγόμενους Βασιλειανούς, να μεταναστεύσουν από την Συρία και την Καππαδοκία και να εγκατασταθούν στη Νότιο Ιταλία, δίνοντας νέα ώθηση στην ελληνικότητα της περιοχής. Οι Βασιλειανοί μοναχοί (ο μεγάλος ιστορικός Βασίλιεφ ανεβάζει σε 50.000 τους μοναχούς τούτους που πήραν ανα­γκαστικά το δρόμο της ξενιτιάς),αλλά και οι ιερείς με τις οικογένειες τους που εγκαταστάθηκαν εδώ στη νότιο Ιταλία, (συχνά σε υπόσκαφες πολιτείες), αντιγράφοντας τον τρόπο ζωής τους από την Καππαδοκία και τη Συρία, ενώ αναβίωσαν συγχρόνως την Ορθόδοξη εκκλησία και το λειτουργικό τυπικό της. Αυτά τα σημαντικά πολιτιστικά και θρησκευτικά στοιχεία τα συναντάμε  στις περιοχές της Μασάφρα (Massafra), της Μότολα (Mottola) και της Ματέρα (Matera).
Περισσότερες από 100 εκκλησίες της πόλης είναι κατά ένα τμήμα τους εντελώς μέσα στους βράχους.
Η επικυριαρχία του Βυζαντίου,  κράτησε έως το 10ο αιώνα όπου το 1071, όταν οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Μπάρι (Bari), η βυζαντινή κυριαρχία στην Ιταλία καταλύθηκε οριστικά.
 Η χρυσή εποχή της Ματέρας ανέτειλε το 1663, όταν ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της επαρχίας της Μπαζιλικάτα και έδυσε το 1803, όταν το κέντρο της επαρχίας μεταφέρθηκε στην Ποτέντσα.
Από τότε και έπειτα από μία  παρατεταμένη περίοδο βαθιάς παρακμής οδήγησε τους κατοίκους της πόλης στα όρια της εξαθλίωσης. Λόγω της στέρησης της διοικητικής της θέσης και των προνομίων που αυτή συνεπαγόταν, αλλά και εξαιτίας της κρίσης της αγροτικής οικονομίας με την έλευση της βιομηχανικής εποχής, η φτώχεια έπληξε τη Ματέρα.
Οι σπηλιές που άλλοτε χρησίμευαν μόνο ως αποθήκες, στάβλοι και δεξαμενές, σταδιακά άρχισαν να φιλοξενούν ολόκληρες οικογένειες μαζί με όλο τους το βιος και τα ζωντανά τους.
Από τα περισσότερα από 3.000 σπίτια των συνοικιών της πόλης πιο πολλά από τα μισά ήταν κυριολεκτικά σπηλιές στο βράχο, τα υπόλοιπα είχαν και ένα χτισμένο τμήμα στο εξωτερικό του και μόνο το 10% ήταν κανονικά οικοδομήματα.
Η ζωή μέσα στις σπηλαιώδεις αυτές κατοικίες φαντάζει απίστευτη. Σε μια κατοικία που έχει διατηρηθεί όπως ήταν πριν από την οριστική εκκένωση, άνθρωποι, ζώα, εργαλεία, φαγώσιμα και χρηστικά αντικείμενα βρίσκονταν στον ίδιο ενιαίο χώρο, με μια μικρή μόνο εσοχή για αγροτικά σύνεργα ή τη γούρνα του νερού.
Τα παιδιά, συνήθως πάνω από 3, κοιμούνταν στο κρεβάτι με τους γονείς, σε άλλα έπιπλα που είχαν διπλή χρήση ή και στα συρτάρια(!) ενώ η υγρασία της πέτρας και η έντονη μυρωδιά διαπερνάει το σώμα ακόμη και κατά την ολιγόλεπτη επίσκεψη. Το σκηνικό της εγκατάλειψης συμπληρωνόταν και από την έλλειψη κρατικών παροχών, όπως ηλεκτρισμός και αποχετευτικό σύστημα μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα.
Το τέλος της τρωγλοδυτικής ζωής για τους κατοίκους των Σάσι της Ματέρας ήρθε το 1952, όταν ο τότε ισχυρός πολιτικός άνδρας Aλντιντσε ντε Γκάσπαρι, εντυπωσιασμένος από τις περιγραφές του Κάρλο Λέβι στο βιβλίο «Ο Χριστός σταμάτησε στο Eμπολι» επισκέφθηκε τη Ματέρα και εξέδωσε άμεσα μια σειρά από ειδικούς νόμους βάσει των οποίων 15.000 κάτοικοι των Σάσι μεταφέρθηκαν σε καινούργιες συνοικίες της Πολιτείας που δημιουργήθηκαν σύμφωνα με ειδικό ρυθμιστικό αρχιτεκτονικό σχέδιο για την ανακούφιση της περιοχής.
Η εκκένωση των σπηλαίων διήρκεσε από το 1953 μέχρι το 1968, οπότε και η ιδιοκτησία των σπηλαιωδών κατοικιών πέρασε στο κράτος, το οποίο από το 1986 η κυβέρνηση άρχισε να παραχωρεί τη χρήση των σπηλαίων σε ιδιώτες για 99 χρόνια με τον όρο της -επιδοτούμενης σε ποσοστό από 40% μέχρι 60%- αναπαλαίωσής τους.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Στερνατία



Ένα απο τα Ελληνόφωνα χωριά της Σαλεντινής Ελλάδας είναι η Στερνατία. Το όνομα αυτό μπορεί να προέκυψε από τις ατέλειωτες στέρνες που υπάρχουν στην περιοχή.
Η παράδοση όμως αναφέρει ότι κι εκεί στα παλιά χρόνια είχαν τη συνήθεια να μοιρολογάνε τους νεκρούς οι «πρεφίκες» ή «ρεπούτες» όπως άλλωστε γινόταν και σ' όλη τη γη τού Οτράντο.
Επειδή αυτές χτυπούσαν το στέρνο τους την ώρα πού έθαβαν τους νεκρούς, όπως περιγράφει ό Όμηρος την ταφή τού Έκτορα στην Τροία, πήρε το όνομα από το στέρνο και τύπτω.
Οι Έλληνες την κατοίκησαν από τότε πού σιγά-σιγά οι μεγάλες πόλεις διαλύονταν. Ή παράδοση λέει ακόμα πώς επτά πόλεις μαζεύτηκαν στην Στερνατία, πού την έκαναν φρούριο για να προστατευτούν.
Και πάνω στην πόρτα του έγραψαν τη λέξη πού σώζεται ακόμα ΦΙΛΙΑ
Πλάι στη λέξη αυτή είναι ένας χάρτης, πού γράφει την ένωση των επτά πόλεων, και ένας δράκος πού σημαίνει τη δύναμη στην ένωση και την φιλία πού κλείνει ή πόρτα αυτή της προστασίας.
Το 1480 πολιορκήθηκε από τους Τούρκους πού τελικά την νίκησαν και την καταστρέψανε. Γι' αυτό και δεν έχει ή πόλη να δείξει σπουδαία Ελληνικά μνημεία, γιατί τα παλάτια των αρχόντων, πού σώζονται και το μοναστήρι των Ντομενικάνων καλόγερων, είναι του 16ου αιώνα.
Η εκκλησία έχει καμπαναριό σε στυλ μπαρόκ όπως και οι άλλες Σαλεντίνικες πόλεις..
Το ορθόδοξο δόγμα στη Στερνατία άρχισε να πολεμιέ­ται από τους λατίνους παπάδες από τον 15ο αιώνα, άλλα άντεξε εκεί ως τον 17ο.
Το 1608 στη Στερνατία, όπως φαίνεται από εκκλησιαστικά ντοκουμένα, ήταν ένας λατίνος εφημέριος και οκτώ κληρικοί Έλληνες (κιέρικοι, όπως τους έλεγαν). Σιγά-σιγά έγινε το αντίθετο... λιγόστευαν οι κληρικοί και το 1627 έμεινε μόνο ένας Έλληνας παπάς ώσπου χάθηκε κι αυτός.
Γι' αυτό ακόμα μέχρι σήμερα στη Στερνατία ακούς τους γέρους να σου μιλάνε για τα δικά τους με παραβολές τού Ευαγγελίου στα Ελληνικά.
ΣΤΕΡΝΑΤΙΑ 1990. Συνάντηση στο σύλλογο "ΧΩΡΑ ΜΑ"
Οι κάτοικοι, 3500 περίπου, ζουν από τα προϊόντα πού οι ίδιοι παράγουν στα καμίνια πού είναι εκεί γύρω ψήνοντας τούβλα για τα σπίτια, βάζα, πιάτα και διάφορα είδη λαϊκής
Η μετανάστευση έκανε μεγάλο κακό στον Ελληνισμό της Στερνατίας.

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Χοροί και τραγούδια του Σαλέντο


Ταραντέλα  « Ταραντέλα Πίτσικα »

   Η «Ταραντέλα Πίτσικα» είναι ο πιο χαρακτηριστικός τελετουργικός χορός και χορός της έκστασης της κάτω Ιταλίας. Ο παραδοσιακός χορός της κάτω Ιταλίας, η ταραντέλα, συνδέεται μα την αρχαία ελληνική αποικία του Τάραντα και στον πυρήνα των ελληνόφωνων χωριών του Σαλέντο.
Συνδέεται λοιπόν με ένα φαινόμενο που ονομαζόταν ταραντισμός. Ο ταραντισμός ήταν μια μορφή κρίσης μανίας που θεωρούσαν ότι οφειλόταν στο τσίμπημα μιας αράχνης για αυτό και ονομάζεται και ταραντέλα πίτσικα από το πιτσικάρε - τσιμπάω. Η Λικόσα ταραντούλα θεωρούσαν ότι τσιμπούσε κάποιον χωρικό μέσα στα χωράφια. Και για να θεραπευτεί κάποιος που τον είχε τσιμπήσει γινόταν ένας μουσικός εξορκισμός.
Ειδικοί οργανοπαίχτες πήγαιναν στο σπίτι του άρρωστου και άρχιζαν να παίζουν 12 διαφορετικά μοτίβα. Στην αντίστοιχη μελωδία που θεωρούσαν ότι αντιστοιχεί στο μέγεθος και στο χρώμα της αράχνης που τον τσίμπησε ο άρρωστος άρχιζε να χτυπιέται και ξεκινούσε έναν ξέφρενο μιμητικό χορό που μιμούνταν τις κινήσεις της αράχνης. Αυτό μπορούσε να κρατήσει και 3 ολόκληρες μέρες χωρίς διακοπή. Αυτός έπεφτε στο πάτωμα κουρασμένος και εξουθενωμένος αλλά θεραπευμένος.
Το φαινόμενο του ταραντισμού παρουσίασε πολύ μεγάλη έξαρση στο χορό της κάτω Ιταλίας και κυρίως με επίκεντρο τα ελληνόφωνα χωριά. Αρκετές κινήσεις θυμίζουν εικόνες από αρχαία αγγεία σε χορό και οι γυναίκες κυρίως είναι αυτές που παίρνουν το ταμπορέλλο το ντέφι, το οποίο στην αρχαία Ελλάδα το έπαιζαν οι βακχίδες οι ακόλουθες του Διόνυσου.
Στα ελληνόφωνα χώρια συμπτώματα του ταραντισμού αναφέρονται μέχρι και την δεκαετία του 60 και οι κοινωνικές συνθήκες στα επόμενα χρόνια έπαψαν να ευνοούν τέτοιου είδους δρώμενα.
Οι Ταμπουρελίστοι του Τορεπαντούλι
Στις 29 Ιουνίου κάθε χρόνο στη γιορτή του αγίου Παύλου, θα ακούσουμε στο τραγούδι να αναφέρεται «ο άγιος Παύλος». Συγκεντρώνονταν στην Στερνατία οι γεροντότεροι Ταραντάτοι όλοι αυτοί που χόρεψαν παλαιά και είχαν αυτή τη μορφή κρίσης και κάνουν ένα λαϊκό προσκύνημα στην περιοχή της ελληνόφωνης περιοχής.
Οι χορευτές και χορεύτριες παίζουν παρά πολύ με τα χρώματα κάθε πανί διαφορετικού χρώματος που κρατάνε αναφέρεται σε αράχνη διαφορετικού χρώματος.
Όμως τι υποδηλώνει το τσίμπημα της αράχνης;
Η χερσόνησος του Σαλέντο είναι η γη του επαναλαμβανόμενου τσιμπήματος σύμφωνα με τον ιταλό εθνογράφο Ernesto de Martino. Μία γη με τόσα προβλήματα αδύναμη να  προσφέρει ασφάλεια και προστασία στον πληθυσμό της. 



Τραγούδια της Grecia Salentina (Ελλάδα του Σαλέντο) στα ελληνόφωνα χωριά της κάτω Ιταλίας.

 
Ποιος ξέρει χελιδόνι μου (Aremu Rintineddha)

Παραδοσιακή μουσική                                       Στίχοι του Τζιουζέπε Απρίλε

Ποιος ξέρει χελιδόνι μου
Ποια θάλασσα σε φέρνει
Από πούθε φτάνεις
Με τον καλό καιρό

Έχεις το στήθος άσπρο
Και μαύρα τα φτερά
Σταυρό χρώμα της θάλασσας
Και την ουρά ανοιχτή

Μπρος στη θάλασσα εγώ
Στέκομαι και σε κοιτώ
Λίγο σηκώνεσαι ψηλά, λίγο γέρνεις χαμηλά
Λίγο αγγίζεις το νερό

Σε ρωτώ για τη μάνα μου
Και για όλη τη γειτονιά
Αν είχες μιλιά    
Πόσα θα ‘χες να μου πεις.

Μα συ τίποτα δε μου λες
Όσο κι αν σε ρωτώ
Λίγο σηκώνεσαι ψηλά, λίγο γέρνεις χαμηλά
Λίγο αγγίζεις το νερό


 
 Καληνύχτα (Kali nifta)

Παραδοσιακή μουσική                                     στίχοι του Βίτο Ντομένικο Παλούμπο

Διασκευή Πιερ πάολο Ντε Τζόρτζι και Τζίνο Ινγκρόσο                                                      

Τι γλυκιά που είν’ η νύχτα, τι ωραία
δεν κοιμάμαι μα σκέφτομαι εσένα
πίσω απ’ το παραθύρι σου αγάπη μου
της καρδιάς μου τον πόνο σου λέω.
Λαριλό λαριλό λολαλέρο

Έχω πάντα το νου μου σε σένα
γιατί εσένα ψυχή μου αγαπώ
κι όπου πάω όπου είμαι όπου στέκω
στην καρδιά μου πάντα εσένα βαστώ.
Λαριλό λαριλό λολαλέρο

 Μα εσύ δε μ’ αγάπησες μάτια μου,
Συ δεν πόνεσες ποτέ σου για μένα
Τα ωραία σου χείλη δεν άνοιξες
Να μου πεις λόγια αγάπης βλογημένα
Λαριλό λαριλό λολαλέρο

Καληνύχτα, σ’ αφήνω και φεύγω
Συ κοιμάσαι κι εγώ υποφέρω
Μα όπου πάω όπου φεύγω όπου στέκω
Στην καρδιά μου πάντα εσένα βαστώ.
Λαριλό λαριλό λολαλέρο   

                    


Νύχτα αγάπης (nitta a tse agapi)
   
                                                                                                  στίχοι του Αντόνιο Άνκορα
μουσική του Πιερπάολο Ντε Τζόρτζι  

Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Όπα, όπα, όπα οπ (τρις)

Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Χορέψτε, τραγουδήστε
Γυναίκες, άντρες και παιδιά
Χορέψτε, τραγουδήστε
Να ζήσει η γκρίκο στην Γρετσία
Να ζήσει η γκρίκο στην Γρετσία

Νύχτα με αγάπη
Νύχτα με χορό
Κλαίω και τραγουδώ
Την αγάπη που βαστώ
Για να ζήσει στην καρδιά
Η γκρίκο η λαλιά (δις)
Κλαίω κλαίω και τραγουδώ
Σε γλώσσα γκρίκο τραγουδώ (δις)
Με χαρά και ευτυχία
Βρίσκουμε την αρμονία (δις)
Που ‘χαμε μια φορά
Μια φορά μες στην Γρετσία (δις)

Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Όπα, όπα, όπα οπ (τρις)

Πίτσικα, αγάπη, τραγούδια
Πίτσικα, αγάπη, χορό
Χορέψτε, τραγουδήστε
Γυναίκες, άντρες και παιδιά
Χορέψτε, τραγουδήστε
Να ζήσει η γκρίκο στην Γρετσία
Να ζήσει η γκρίκο στην Γρετσία
Λόγια αγάπης
Γυναίκες και κρασί
Μου καίνε την καρδιά
Το μυαλό, την ψυχή
Η γκρίκο φωτίζει το μυαλό
Κλαίω, κλαίω και τραγουδώ (δις)
Για να ζήσει στην καρδιά
Η γκρίκο η λαλιά (δις)
Κλαίω κλαίω και τραγουδώ
Με λόγια γκρίκα τραγουδώ (δις)
Με χαρά και ευτυχία
Βρίσκουμε την αρμονία (δις)
Που ‘χαμε μια φορά
Μια φορά μες στην Γρετσία (δις)



 
Γυναίκες, κρασί, πίτσικα (Ghinekes krasi)

μουσική του Πιερπάολο Ντε Τζόρτζι                                στίχοι του Αντόνιο Άνκορα
 
Για σένα τραγουδώ ωραία κοπελιά, 
Τραγουδώ την αγάπη με πόνο
Ελάτε κοπέλες, ελάτε, ελάτε
Να χορέψουμε πίτσικα όλη τη νύχτα.
Εγώ τραγουδώ με λόγια θερμά
Να ζήσει η γκρίκο η λαλιά.

Για σένα τραγουδώ ωραία κοπελιά
Τραγουδώ την αγάπη με πόνο
Τραγουδώ, τραγουδώ πάντα γι αγάπη
Τραγουδώ, τραγουδώ πάντα γι αγάπη
Τραγουδώ, τραγουδώ, πάντα γι αγάπη
Θέλω εγώ να τραγουδώ.

Ελάτε κοπέλες ελάτε ελάτε
Να χορέψουμε την πίτσικα
Πίτσικα πίτσικα όλη τη νύχτα
Πίτσικα πίτσικα όλη τη νύχτα
Πίτσικα πίτσικα όλη τη νύχτα
Πίτσικα πίτσικα με χαρά
                          
Γυναίκες και κρασί
Τι θέλουμε άλλο απ’ τη ζωή
Για να σβήσει η φωτιά
Που ‘χουμε μέσα στην καρδιά
Για να σβήσει η φωτιά
Που ‘χουμε μές στην καρδιά

Γυναίκες, κρασί
Τι θέλουμε άλλο απ’ τη ζωή
Για να σβήσει η φωτιά
Που ‘χω μέσα στην καρδιά
Για να σβήσει η φωτιά
Που ‘χω μέσα στην καρδιά

Μες στη μέση του χορού θωρώ εσένα
Να σε φιλήσω ήθελα εγώ
Τραγουδώ τραγουδώ πονεμένα
Τραγουδώ τραγουδώ πονεμένα
Τραγουδώ τραγουδώ πονεμένα
Με λόγια αγάπης τραγουδώ

Να ζήσει η γλώσσα μου ήθελα εγώ
Γκρεκιά κοπέλα σ’ αγαπώ
Τραγούδια τραγούδια τραγουδώ
Τραγούδια τραγούδια τραγουδώ
Τραγούδια τραγούδια τραγουδώ
Να ζήσει η γλώσσα μου ζητώ.

Πίτσικα και χορό
Τα τραγούδια είναι νερό
Να σβήσει τη φωτιά
Που καίει την κοπελιά
Να σβήσει τη φωτιά
Που καίει την κοπελιά

 
Ο εθνομουσικολόγος Πιέρ Πάολο ντε Τζόρτζι και το συγκρότημα «οι ταμπουρελίστι του Τορεπαντούλι»

Tο  Palèo cerò
Η συλλογή To palèo cerò του συγκροτήματος I Tamburellisti di Torrepaduli είναι ένα νεωτεριστικό έργο που εντάσσεται στο μουσικό και πολιτιστικό corpus της Ελληνοσαλεντινής παράδοσης και της ευρύτερης περιοχής του Σαλέντο.
Το συγκρότημα, ιδιαίτερα γνωστό στην Ιταλία και την Ελλάδα, που επανέφερε στο μουσικό προσκήνιο την πίτσικα πίτσικα διασκευάζοντάς την σε σύγχρονο είδος μουσικής, χρησιμοποιεί το όνομα Torrepaduli για την υψηλή συμβολική του αξία, καθώς πρόκειται για ένα χωριό του νότιου Σαλέντο, μιας περιοχής όπου πριν από λίγους αιώνες ομιλείτο η γκρίκο.
Το όνομα επαναφέρει αρχαίες μνήμες της νότιας Απουλίας, και συγκεκριμένα την πίτσικα πίτσικα με το παραδοσιακό ταμπουρέλο και το συμβολικό χορό των σπαθιών πίτσικα σκέρμα.
Παρότι ανήκει σε σαφώς παραδοσιακό πλαίσιο, το γκρουπ είναι αυθεντικό και νεωτεριστικό, υπό την έννοια ότι προτείνει νέες ερμηνείες και, πάνω απ’ όλα, συνθέτει νέες μελωδίες και στίχους, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά υλικό που αντλεί τις ρίζες του στην τοπική παράδοση.
Πρόκειται για μια αρχαία διονυσιακή μουσική, που ανιχνεύθηκε διεξοδικά με τις αισθητικές και εθνομουσικολογικές έρευνες του Πιερπάολο Ντε Τζόρτζι.
Τα βήματα και οι χορευτικές κινήσεις, τα μουσικά όργανα, τα μελωδικά και αρμονικά στοιχεία αυτής της μουσικής, που χρησιμοποιείτο ως θεραπεία για όσους πίστευαν πως είχαν τσιμπηθεί  από την μυθική αράχνη, ή φίδι, που ονομαζόταν ταράντα, αποκαλύπτουν βαθιές ρίζες που ανάγονται στον χώρο της  ελληνικής παράδοσης και  της Μεγάλης Ελλάδας (Magna Grecia).     
Η γκρίκο που χρησιμοποιείται στα κείμενα έχει ιδιαίτερη πολιτιστική και ιστορική σημασία. Κάποιες φορές εναλλάσσεται, με καλλιτεχνικό τρόπο, με φράσεις στην ιταλική γλώσσα για να γίνεται πιο εύκολα κατανοητή. Ουσιαστικά, αυτή η γλώσσα που αποτελεί, εν μέρει, τη γλώσσα των κλασσικών της Σαλεντινής παράδοσης, είναι πάνω απ’ όλα η ανανεωμένη και δυναμική γλώσσα  του Κοριλιανού ποιητή Αντόνιο Άνκορα, ενός σπουδαίου πολιτιστικού παράγοντα που με το σημαντικό του έργο αναγνωρίστηκε Πρεσβευτής του Ελληνισμού.
Ο Πιερπάολο Ντε Τζόρτζι μελοποίησε τους  ζωηρούς του στίχους και τους τραγουδά με έντονη, πονεμένη φωνή, ενώ οι Ρόκο Λούκα και Σαλβατόρε Κρούντο αναδεικνύουν το ρυθμό τους με τα υπέροχα παραδοσιακά ταμπουρέλι. Επίσης, η Ντόρα Ντε Βίτις και ο Ντονάτο Νούτσο, με βιολί και ακορντεόν αντίστοιχα, προσθέτουν μελωδία και αρμονία. Οι καλλιτεχνικές και ποιητικές συγκινήσεις αναμιγνύονται, εντέλει,  μ’ αυτές που προέρχονται από το εγχείρημα αναβίωσης της γκρίκο, μιας γλώσσας που ξαναζεί εδώ δυναμικά και διατηρεί το ρόλο της στις μεγάλες πνευματικές και επικοινωνιακές αξίες της υπέροχης μητέρας της, της Ελληνικής Γλώσσας.